Μείζον ζήτηµα νοµιµότητας έχει προκύψει, και όχι αδικαιολόγητα, για τους χειρισµούς εισαγγελικών και προανακριτικών υπαλλήλων, που έγιναν στο πλαίσιο της ανακριτικής αξιοποίησης δηλώσεων καταδίκου που κρατείται στις Φυλακές Αυλώνα, για τη γνωστή υπόθεση «Noor-1».
Με όσα έχουν γίνει γνωστά, είτε µέσω του Τύπου είτε από τις δηλώσεις αρµόδιων υπουργών στη Βουλή, µπορούµε βάσιµα να υποθέσουµε ότι ο λαϊκισµός έχει ισχυρούς υποστηρικτές και στον χώρο της ∆ικαιοσύνης. Μπορούµε να µιλάµε πλέον για έναν εισαγγελικό ή δικαστικό λαϊκισµό, όταν διαπιστώνεται ότι σκοπός κάποιων εισαγγελικών προανακριτικών ή ανακριτικών ενεργειών, υπό το καθεστώς της σηµερινής «εθνοσωτηρίου» κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ., είναι η επιλεκτική παραγωγή υπόπτων, ενόχων ή καταδίκων για σοβαρά εγκλήµατα, κακουργηµατικού χαρακτήρα, που συναρπάζουν την κοινή γνώµη µόνο µε τη δηµόσια και επιδεικτική αξιοποίηση αοριστολογιών, ακριτοµυθιών, υπονοιών ή άλλου είδους ψυχανεµισµών, που συλλέγονται εική και ως έτυχε από αναρµόδιους ανακριτικούς υπαλλήλους και προβάλλονται από µερίδα του Τύπου µόνο και µόνο για να πλήξουν αντιπάλους του καθεστώτος.
Σε µια δικαιοκρατούµενη, όµως, Πολιτεία, ως γνωστόν, τόσο η ποινική δίωξη όσο και η απόδειξη της ενοχής, αλλά και τελικά η τιµωρία όσων κατηγορούνται για διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικηµάτων διέπονται από την αρχή της νοµιµότητας. ∆ηλαδή, η αρχή του κράτους ∆ικαίου επιβάλλει να µη διώκονται ούτε να καταδικάζονται κατηγορούµενοι, όταν δεν έχει αποδειχθεί κατά νόµιµο δικονοµικό τρόπο τόσο η βασιµότητα της δίωξής τους όσο και η βασιµότητα της καταδίκης τους.
Με άλλα λόγια, σε µια ∆ηµοκρατία που είναι µέλος του Συµβουλίου της Ευρώπης και υπόκειται στις διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύµβασης των ∆ικαιωµάτων του Ανθρώπου είναι αδιανόητη η µε παράνοµο, εξωθεσµικό ή άτυπο τρόπο εµπλοκή κάποιου πολίτη σε οποιαδήποτε διαδικαστική φάση (προδικασία ή κύρια διαδικασία) ποινικής δίκης. Στον χώρο της Ποινικής ∆ικαιοσύνης, η τήρηση µε ευλάβεια των διατάξεων του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας, που προβλέπουν τους νόµιµους διαδικαστικούς τρόπους ενέργειας των προανακριτικών εισαγγελικών και δικαστικών λειτουργών, αποτελεί αυτονόητο υπηρεσιακό καθήκον για κάθε κρατικό λειτουργό. Οι διατάξεις αυτές αποτελούν τις θεσµικές εγγυήσεις του κράτους ∆ικαίου για τη νόµιµη δίωξη και τιµωρία όσων διαπράττουν ποινικά αδικήµατα. Η χρήση εποµένως εξωθεσµικών ή εξωδιαδικαστικών, κατ’ οικονοµία, εκ των ενόντων ή προχείρων τρόπων δράσης των κρατικών λειτουργών παραβιάζει αρχές και αξίες που είναι πολύ µεγαλύτερης σπουδαιότητας και σηµασίας για το κοινωνικό σύνολο και την έννοµη τάξη από οποιαδήποτε αστοχία ή πλάνη στη δίωξη και την καταδίκη των εγκληµάτων.
Υπό το φως αυτών των παραδοχών προβληµατίζουν τα εξής περιστατικά που έχουν γίνει γνωστά:
1. Η αυτόκλητη ή κατά παραγγελία αναρµόδιου παράγοντα ανάµιξη προανακριτικού υπαλλήλου, σε προσπάθεια δικαστικής αξιοποίησης δηλώσεων που είχε κάνει κατάδικος για τη συγκεκριµένη ποινική υπόθεση
2. Η επίσκεψη από αναρµόδιο εισαγγελικό λειτουργό στις Φυλακές Αυλώνα και η συνάντηση µε τον συγκεκριµένο κατάδικο προκειµένου να λάβει την ένορκη (προφανώς) µαρτυρική του κατάθεση. Τα στοιχεία αυτά παραβιάζουν βασικές αρχές που διέπουν κάθε διαδικαστική ενέργεια στον χώρο της εξιχνίασης, της έρευνας και της δίωξης ποινικών εγκληµάτων. Πρώτα από όλα, παραβιάζεται η θεµελιώδης παραδοχή της Ποινικής ∆ικονοµίας µε βάση την οποία ο ρόλος του κατηγορουµένου (πολλώ µάλλον του καταδικασµένου κατηγορουµένου) δεν µπορεί να εναλλάσσεται στην ποινική διαδικασία µε τον ρόλο του µάρτυρα. ∆ηλαδή, η ιδιότητα του κατηγορουµένου είναι ασυµβίβαστη µε την ιδιότητα του µάρτυρα. Το ασυµβίβαστο αυτό δικαιολογείται από το γεγονός ότι κάθε κατηγορούµενος, πολλώ µάλλον κάθε καταδικασµένος για µια εγκληµατική πράξη, έχει αυτονόητο συµφέρον για διαστροφή της αλήθειας. Ετσι, λοιπόν, στις διατάξεις 211 και 211Α του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας απαγορεύεται η αξιοποίηση ως µάρτυρα κάποιου ο οποίος έχει κατηγορηθεί ή έχει καταδικαστεί για την ίδια πράξη. Κατά συνέπεια, είναι άκρως προβληµατική και εκτός κάθε δικονοµικής νοµιµότητας κάθε προανακριτική ή εισαγγελική ενέργεια που έγινε µε τον σκοπό της λήψης ένορκης µαρτυρικής κατάθεσης από τον συγκεκριµένο κατάδικο. Κατά δεύτερο λόγο, από τις διατάξεις των άρθρων 24 και 25 του Νόµου 1756/1988 «Κώδικας Οργανισµού ∆ικαστηρίων και ∆ικαστικών Λειτουργών» ορίζεται ότι η Εισαγγελία είναι δικαστική Αρχή ανεξάρτητη από τα δικαστήρια και την εκτελεστική εξουσία. Εποµένως, δεν επιτρέπεται δικαστικός λειτουργός να λαµβάνει για την άσκηση συγκεκριµένων ενεργειών, που απορρέουν από το λειτούργηµά του, παραγγελία από µέλος της εκτελεστικής εξουσίας, εκτός από τις περιπτώσεις που κάτι τέτοιο προβλέπεται ρητά από τον νόµο (Αρθρο 30 του Κώδικα Ποινικής ∆ικονοµίας). Παράλληλα, η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 24 του ίδιου νόµου ορίζει ότι η αρµοδιότητα του εισαγγελέα Πρωτοδικών ασκείται εντός συγκεκριµένων εδαφικών ορίων, που συµπίπτουν µε τα γεωγραφικά όρια της περιφέρειας του δικαστηρίου στο οποίο έχει διοριστεί. Εποµένως, δεν ενεργεί νόµιµα ο εισαγγελικός λειτουργός ο οποίος δρα στο πλαίσιο του υπηρεσιακού του καθήκοντος εκτός των εδαφικών ορίων της τοπικής του αρµοδιότητας. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η λήψη κατάθεσης από κρατούµενο στις Φυλακές του Αυλώνα εκ µέρους εισαγγελέως Πρωτοδικών Πειραιώς παραβιάζει τις ως άνω διατάξεις και τραυµατίζει αθεράπευτα το κύρος των διαδικαστικών πράξεων που παράγονται κατά τον τρόπο αυτό.
Κατά τρίτον, τέλος, η επιλεκτική ανάθεση σε τοπικά αναρµόδιο εισαγγελικό λειτουργό της διενέργειας κάποιας έρευνας, στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης ή άλλης προδικαστικής έρευνας, καθιστά απολύτως άκυρη την ενέργεια αυτή, αφού παραβιάζει την αρχή του φυσικού δικαστή (Αρθρο 8 του Συντάγµατος), στην έννοια του οποίου δεν περιλαµβάνεται µόνο ο εν στενή εννοία δικαστής, αλλά και ο εισαγγελικός λειτουργός, στον βαθµό και την έκταση που µε βάση το άρθρο 24, παρ. 1 του Ν. 1756/1988 αποτελεί εκπρόσωπο δικαστικής Αρχής.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι η εισαγγελική Αρχή δρα ενιαία δεν δίνει το δικαίωµα στον οποιοδήποτε εισαγγελέα Πρωτοδικών να ασκεί τα καθήκοντά του σε οποιοδήποτε σηµείο της επικράτειας της χώρας.
Εάν, λοιπόν, όπως έγινε γνωστό, µέσω του ηµερήσιου έντυπου και ηλεκτρονικού Τύπου, συνέβησαν τέτοια περιστατικά στην επίµαχη υπόθεση, είναι επόµενο να µη διαθέτουν την απαιτούµενη σοβαρότητα οι προσπάθειες πολιτικής αξιοποίησης τέτοιων νοµικών παραλογισµών και δικονοµικών ακροβασιών.