Ο αθλητικός συντάκτης της δεκαετίας του ’50 δεν είχε πολλές επιλογές: είτε θα έγραφε στην «Αθλητική Ηχώ» -και στην «Αθλητική Φωνή», που ήταν το δευτεριάτικο φύλλο της- είτε το κείμενό του θα… πήγαινε αδιάβαστο. Αυτό που αποτόλμησε ο ρεπόρτερ του Ολυμπιακού, Θόδωρος Νικολαΐδης, να αρνηθεί στη διεύθυνση της εφημερίδας να αρθρογραφήσει εναντίον γνωστού ποδοσφαιρικού παράγοντα της εποχής, ήθελε «κότσια». Προτίμησε να απολυθεί, παρά να προδώσει τις αρχές του. Τις υπερασπίστηκε με πάθος μέχρι τη χθεσινή (18 Μαρτίου)
τελευταία μέρα της ζωής του.
Η καριέρα του θα είχε τελειώσει τη στιγμή του «μεγάλου όχι», στα 30 του, εάν δεν επιχειρούσε κάτι αδιανόητο για ‘κείνη την εποχή: να τα βάλει με το μονοπώλιο του αθλητικού Τύπου, εκδίδοντας τη δική του εφημερίδα. Ηχώ εσείς; Φως εγώ. «Αθλητικόν Φως» κάθε δεκαπενθήμερο στην αρχή, τον Απρίλιο του 1955, και καθημερινό «Φως των Σπορ» αργότερα. Δεν ήθελε να γίνει εκδότης, όμως μόνον έτσι θα μπορούσε να δημοσιογραφεί αδέσμευτος και ασυμβίβαστος: ως εργοδότης του εαυτού του. Τον πρώτο καιρό ήταν ο μοναδικός του υπάλληλος, έχοντας πάντα στο πλευρό του την Ειρήνη, την κοπέλα που είχε ερωτευθεί στην «Ηχώ», η οποία τον ακολούθησε στο άγνωστο -και στη ζωή- και του χάρισε τις δυο κόρες τους, τη Μαρία και την Ολγα. Πολύ σύντομα, από αυτό το σκοτεινό καμαράκι στο οποίο έγραφε νυχθημερόν, γεννήθηκε η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία -ακόμα και σήμερα-, πληρέστερη, εγκυρότερη και πιο αντικειμενική (αν και στρατευμένη στον Ολυμπιακό) αθλητική εφημερίδα.
Γέννημα – θρέμμα του Πειραιά (ο μικρασιάτης πατέρας του διατηρούσε στην πόλη κατάστημα με υφάσματα), αυτός ο «άρρωστος» ολυμπιακός κατάφερε να δημιουργήσει ένα έντυπο που το εκτιμούσαν ακόμα κι όσοι δεν το διάβαζαν. Κατά μιαν έννοια, ο κυρ-Θόδωρος (έτσι τον προσφωνούσαν οι στρατιές των δημοσιογράφων που πέρασαν από το «Φως») ήταν δυσυπόστατος. Από τη μία, ακραιφνής οπαδός. Δεν πήγαινε στο γήπεδο, για να μην… του ‘ρθει τίποτα. Αλλά, δεν γινόταν και να λείπει. Ετσι, τα μεσημέρια της Κυριακής έπαιρνε την κατακόκκινη Jaguar και έκοβε βόλτες γύρω από το «Καραϊσκάκη», ώσπου να τελειώσει ο αγώνας. Με το ραδιόφωνο κλειστό, για να μη γνωρίζει το σκορ, και τα παράθυρα του αυτοκινήτου σφαλιστά, για να μην καταλάβει ποιος έβαλε γκολ από τις ιαχές του πλήθους. Κανείς, ποτέ, δεν τον συνάντησε, όταν έπαιζε ο Ολυμπιακός, στο ποδόσφαιρο ή στο μπάσκετ.
Από την άλλη, σωστός φίλαθλος και αντικειμενικός δημοσιογράφος. Ο σεβασμός στον αντίπαλο ήταν μια από τις αδιαπραγμάτευτες αρχές του. Ποτέ δεν είχαν πρόβλημα μαζί του, ο Παναθηναϊκός και η ΑΕΚ. Με τις διοικήσεις της δικής του ομάδας είχε, κατά καιρούς, πολεμήσει. Οι σχέσεις του με κάποιους προέδρους του Ολυμπιακού υπήρξαν ψυχροπολεμικές. Κι ας ήταν ο… νονός του συλλόγου. Εκείνος τον βάφτισε «Θρύλο», το 1959, όταν κατέκτησε το έκτο του διαδοχικό Πρωτάθλημα. Το έγραψε στο «Φως», κι έμεινε. Αργότερα, αυτό το προσωνύμιο έγινε ο ύμνος του Ολυμπιακού. Οσοι είχαν θάρρος μαζί του, τον ρωτούσαν γι’ αυτό το παράδοξο. «Ολυμπιακός είμαι. Δεδομένος, δεν ήμουν ποτέ και για κανέναν», συνήθιζε να λέει.
Ποτέ δεν πούλησε Ολυμπιακοφροσύνη ή μίσος για τους «άλλους». Ο,τι έγραφε η εφημερίδα του, έπρεπε να προκύπτει από το ρεπορτάζ. «Ψάξε μάθε τι γίνεται», ήταν μια από τις αγαπημένες του «ατάκες». «Εδωσες ρεσιτάλ», ήταν το παράσημο για ένα άρτιο άρθρο. Σε αντίθετη περίπτωση, οι φωνές του τρυπούσαν τους τοίχους του γραφείου του: «Θα μου κλείσεις το Φως». Οταν του ανακοίνωσαν τον θάνατο του παλιού Καραμανλή, ρώτησε -στα σοβαρά- «τον είδε κανείς να πεθαίνει;».
Με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή υπήρξαν φίλοι, όμως ο Θόδωρος Νικολαΐδης δεν ήταν καραμανλικός, όπως όλοι πίστευαν επειδή τα καλοκαίρια τον φιλοξενούσε στο αρχοντικό του στον Ορνό ή (και) επειδή το «Φως» συστεγαζόταν για χρόνια με τη «Βραδυνή» στο Μέγαρο της Πειραιώς 9-11. Πάνω στα ουζάκια, πολλές φορές διαφωνούσε μαζί του, δεν του χαριζόταν. Το δημοσιογραφικό του ανάστημα και η περηφάνεια του ήταν η μια όψη του νομίσματος. Η άλλη ήταν η παροιμιώδης ισχυρογνωμοσύνη του. Ποιος θα τολμούσε να του πει πως έχει άδικο; Ούτε, καν, ο… αιώνιος διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας του και alter ego του, ο Νίκος Καρελλάς (ο οποίος, παρεμπιπτόντως, δεν έφυγε ποτέ με άδεια, φοβούμενος μήπως χάσει τη θέση του) δεν του έφερνε αντίρρηση. «Το ‘χες πει, Θόδωρε», του έλεγε, ό,τι κι αν συνέβαινε. Ακόμα κι αν ο Θόδωρος είχε πει πως θα συμβεί το ακριβώς αντίθετο.
Στην εφημερίδα ίσχυε η αρχή του ενός. Τίποτα δεν δημοσιευόταν χωρίς την έγκρισή του – αλλά και ποτέ δεν επέβαλε σε κάποιον να υπογράψει ένα καθ’ υπαγόρευσιν άρθρο. Εάν έγραφε ο ίδιος ή ζητούσε να γραφτεί κάτι, συνήθως κάποιο σχόλιο, το υπέγραφε ο Κ.Π. Κατόπιν Παραγγελίας. Δούλευε ώρες ατέλειωτες, τις περισσότερες από αυτές στο ημίφως του γραφείου του, φορώντας πάντοτε τα αγαπημένα του Ray-Ban. Το φως τον πείραζε στα μάτια – τι ειρωνεία! Κάπου κάπου έκανε την εμφάνισή του στη μεγάλη αίθουσα των συντακτών με τα γραφεία στη σειρά, χωρίς χωρίσματα, σαν θρανία σε σχολείο. Πάντα ντυμένος στην τρίχα: με τα έντονα πουκάμισα, τα καρό σακάκια και -το καλοκαίρι- τα άσπρα παντελόνια του. Και το βραδάκι, έκανε την πρώτη σελίδα. Μέχρι την ύστατη ώρα, την ώρα που έπρεπε να νοσηλευτεί, δεν διηύθυνε, απλώς, την εφημερίδα που εξέδιδε. Δημοσιογραφούσε σε αυτή, με το ίδιο πάθος που τον διέκρινε στην εκκίνηση της διαδρομής του.
Οταν βρισκόταν σε διακοπές -στη Μύκονο, πού αλλού- έστελνε από ‘κει τους τίτλους και τα «κτυπήματα» της πρώτης σελίδας. Με το φαξ. Και άρθρα του, βεβαίως. Τι άρθρα, δηλαδή; «Σεντόνια» ολόκληρα. Ο φουκαράς ο Καρελλάς, ήταν κρεμασμένος σε ένα τηλέφωνο ώρες ολόκληρες, για να τον ενημερώνει: τι έγινε, ποιος έγραψε, τι γράφει. Ακόμα κι όταν έφτασαν να λένε ότι η μισή Μύκονος ήταν δική του, εκείνος δεν άλλαξε συνήθειες. Δουλειά. Από το πρωί μέχρι αργά τη νύχτα. Μια από τις αγαπημένες του διηγήσεις αφορούσε εκείνα τα πρώτα δύσκολα χρόνια, που ο ίδιος κουβαλούσε στο τυπογραφείο τους τσίγκους, με καρότσι.
Δεκάδες επίδοξοι αθλητικοί συντάκτες διάβηκαν το κατώφλι του Μεγάρου της οδού Πειραιώς και ανέβηκαν στον τρίτο όροφο με τον παμπάλαιο ασανσέρ, για να σπουδάσουν στη «σχολή του κυρίου Θόδωρου». Οι νεώτεροι τον συνάντησαν στη Λεωφόρο Αθηνών 122. Κάποιοι μαθήτευσαν και τράβηξαν γι’ αλλού. Αρκετοί δούλεψαν στο «Φως», για πολλά ή λιγότερα χρόνια. Στα οικονομικά ήταν «σφιχτός». Κανείς δεν πλούτισε εκεί, μα και κανένας δεν έχασε ούτε πενηνταράκι. Ενα φεγγάρι δεν έβαζε, καν, φωτογραφίες στην εφημερίδα, επειδή τις θεωρούσε περιττό έξοδο. Αλλά και για να χωρέσει η ύλη. Χιλιάδες λέξεις σε κάθε σελίδα, χωρίς καμία σημασία στο lay-out, στην εμφάνιση. Πάντα σε αυτό το μεγάλο σχήμα, με τους πηχυαίους τίτλους και το πρωτοσέλιδο που όλα έπρεπε να τα χωρέσει – κι ας έψαχνε ο αναγνώστης να βρει άκρη.
«Κυρ-Θόδωρε, η εφημερίδα δεν βλέπεται», είχαν τολμήσει να του πουν κάποιοι θαρραλέοι στα ογδοντα-φεύγα του. «Δεν βλέπεται, αλλά διαβάζεται», τους είχε απαντήσει. Αμετακίνητος σε όλα του: στις αξίες του, στις ιδέες του, στις απόψεις του. Φανατικός υπερασπιστής της δημοσιογραφίας μιας άλλης εποχής, μιας άλλης ηθικής. Αντιστασιακός της τεχνολογίας και του Ιντερνετ, του copy paste και των «non-paper». Ο τελευταίος παραδοσιακός, αυθεντικός εκδότης του αθλητικού Τύπο