Ένας κύκλος αλλεπάλληλων τηλεφωνικών επικοινωνιών και συναντήσεων στο «τρίγωνο» Αθήνα - Βερολίνο - Φρανκφούρτη ήταν που έδωσε το πράσινο φως για το ξεμπλοκάρισμα του αδιεξόδου για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. «Πρωταγωνιστής» σε αυτές τις επαφές ο ίδιος ο πρωθυπουργός, που φαίνεται ότι διασφάλισε δεσμεύσεις τόσο για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ όσο και για έναν «οδικό χάρτη» μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος. Η προϋπόθεση, πάντως, που εισέπραξε ως το κλειδί περνά μόνο από την κρίσιμη συνεδρίαση του Eurogroup της 20ής Μαρτίου, με την επικύρωση της τεχνικής συμφωνίας. Αυτός είναι ο λόγος που κάνει τον κ. Τσίπρα να «καίγεται» για επίτευξη σύγκλισης με τους εκπροσώπους των θεσμών πάση θυσία. Ισως εδώ κρύβεται και το μυστικό των τριβών με τον υπουργό Οικονομικών, Ευκλείδη Τσακαλώτο...
Η «παράλληλη διαπραγμάτευση» είχε ως αφετηρία τη συνάντηση του πρωθυπουργού με την κυρία Μέρκελ, στις 20 Δεκεμβρίου του περασμένου έτους. Εκεί συμφωνήθηκε ότι η αξιολόγηση θα πρέπει να κλείσει εγκαίρως. Τέλη Ιανουαρίου ο Ελληνας πρωθυπουργός είχε τηλεφωνική συνομιλία με τη Γερμανίδα καγκελάριο και λίγες ημέρες μετά ακολούθησε η κατ’ ιδίαν συνάντηση στο περιθώριο της άτυπης Συνόδου στη Μάλτα.
Σε αυτές τις επαφές ο Αλέξης Τσίπρας απέσπασε τη στήριξη της Ανγκελα Μέρκελ για να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση, με την καγκελάριο, ωστόσο, να εμφανίζεται υπέρ της συμμετοχής του ΔΝΤ με κάποιον τρόπο στο ελληνικό πρόγραμμα. Για το χρέος ξεκαθάρισε ότι η περαιτέρω ελάφρυνσή του θα μπει σε εφαρμογή μετά το 2018.
Ομως, αυτό που ενθάρρυνε την Αθήνα από τις συνομιλίες Τσίπρα - Μέρκελ είναι πως η καγκελάριος έδειξε να κάνει μια μικρή στροφή στο θέμα της Ελλάδας, και ιδιαίτερα στο «αγκάθι» που ακούει στο όνομα Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Κι αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ανατροπή στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας μετά την είσοδο του Μάρτιν Σουλτς, βάσει των δημοσκοπήσεων, αλλάζει τα δεδομένα. Ο Σουλτς έχει ξεκαθαρίσει στη Μέρκελ πως θα συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, υπό την προϋπόθεση ότι ο Σόιμπλε δεν θα είναι στο υπουργείο Οικονομικών. Αυτή η απαίτηση του Σουλτς δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα για τη Γερμανίδα καγκελάριο. Και αυτός είναι ο λόγος που με πολύ κομψό τρόπο και παρασκηνιακά έχει αποκτήσει πιο ενεργό ρόλο στο θέμα της Ελλάδας.
Ομως, υπάρχει και ακόμα μία συνομιλία του Ελληνα πρωθυπουργού που έθεσε τις βάσεις για την ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ηταν το τηλεφώνημα στον Μάριο Ντράγκι, στο οποίο ο επικεφαλής της ΕΚΤ εμφανίστηκε θετικός στο να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Εθεσε, όμως, δύο προϋποθέσεις. Μέχρι το Eurogroup της 20ής Μαρτίου να έχει συνταχθεί το staff level agreement και να δεσμευθούν οι Ευρωπαίοι για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος. Αυτό το τελευταίο ο Ντράγκι το συζήτησε στο ραντεβού που είχε με την Ανγκελα Μέρκελ και από κοινού αποφάσισαν να υπάρξει περιγραφή των μέτρων που θα ενεργοποιηθούν μετά το 2018. Με αυτό τον τρόπο λύνονται τα χέρια του «σούπερ Μάριο» και, εάν υπάρχει θετική απόφαση από το Eurogroup, τότε στη συνεδρίαση της ΕΚΤ στις 27 Απριλίου είναι πολύ πιθανό να ανακοινωθεί η ένταξη της χώρας στο QE από τον Ιούνιο ή τον Ιούλιο.
Μάλιστα, το τελευταίο δεκαήμερο πραγματοποιούνται μυστικές συναντήσεις τεχνοκρατών από τον ESM, την Κoμισιόν και την ΕΚΤ στις Βρυξέλλες, στις οποίες εξειδικεύονται τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Εκτός από την κ. Μέρκελ, ο πρωθυπουργός όλο αυτό το διάστημα βρίσκεται σε ανοικτή γραμμή επικοινωνίας με ανώτατους Ευρωπαίους αξιωματούχους (Ολάντ, Μοσκοβισί, Γιουνκέρ). Και, φυσικά, το τετ α τετ Τσίπρα - Μοσκοβισί στις 15 Φεβρουαρίου ήταν εκείνο που άνοιξε τον δρόμο για να βγει «λευκός καπνός» στο Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου για την επιστροφή των θεσμών.
Ολα τα παραπάνω κάνουν αντιληπτό γιατί ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει τεχνική συμφωνία στο Eurogroup της 20ής Μαρτίου. Είναι μέρος της πολιτικής συμφωνίας που ο ίδιος προσωπικά έχει πετύχει και που, υπό προϋποθέσεις, μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε αλλαγή σελίδας. Γι’ αυτό, από τότε που επέστρεψαν οι θεσμοί, έχει καταστήσει σαφές προς στους υπουργούς που εμπλέκονται στη διαπραγμάτευση να κλείσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται τα εκκρεμή ζητήματα.