Το «ΟΚ» του συστήματος Τραμπ για έμπρακτη στήριξη της ελληνικής οικονομίας, αλλά και ισχυρή εμπλοκή στην επόμενη ημέρα που διαμορφώνεται για το ελληνικό επιχειρείν, βρίσκεται πίσω από τη νέα «άνοιξη» των αμερικανικών επενδύσεων στη χώρα.

Τρία χρόνια μετά το ημιτελές κρεσέντο του πρώτου εξαμήνου του 2014, ισχυρά επενδυτικά σπίτια από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού «επανακάμπτουν» με αξιώσεις όχι τόσο για το εύκολο χρήμα, αλλά για να διεκδικήσουν ή να συμμετάσχουν στον έλεγχο μεγάλων επιχειρήσεων κομβικής σημασίας για την οικονομία. Ακόμα και νέων τραπεζικών σχημάτων.

Από τα δεκάδες funds που πρωταγωνιστούν το τελευταίο διάστημα σε ελληνικές μπίζνες, τα έμπειρα μάτια ξεχωρίζουν ότι πίσω από τις σημαντικότερες βρίσκονται αμερικανικοί «οίκοι». Επενδυτικοί οργανισμοί που ποτέ δεν κινούνται τυχαία, αλλά πάντοτε βάσει σοβαρού προσχεδιασμού. Τελευταία, δε, και έχοντας το άτυπο «πράσινο φως» του νέου ενοίκου το Λευκού Οίκου που διαμορφώνει το δικό του επιχειρηματικό δόγμα: Ο τερματισμός των εμπορικών συμφωνιών, ο διαφαινόμενος απομονωτισμός, και οι υπουργοί-επιχειρηματίες διαμορφώνουν ένα «σύστημα» το οποίο ευνοεί τη δράση των funds ανά τον κόσμο.

Οι αμερικανικές μπίζνες δεν θα είναι τόσο «καθοδηγούμενες» από το κράτος, αλλά από το χρήμα και τη διάθεση των επενδυτών να αναλάβουν ρίσκα. Ακριβώς δηλαδή αυτό που συμβαίνει και με την Ελλάδα. Τα δεκάδες mega funds που έχουν εμφανιστεί στη χώρα και διεκδικούν μεγάλες δουλειές σαφώς και έχουν κατατάξει τη χώρα σε μια από τις πρώτες θέσεις της λίστας με τις «ευκαιρίες», αλλά αυτό δεν συμβαίνει ότι δεν θεωρούν ότι απουσιάζει και το ρίσκο. Αλλωστε, κατά το πρόσφατο παρελθόν δεν ήταν λίγοι και οι οίκοι που «τσουρουφλίστηκαν» από τις εξελίξεις στην Ελλάδα, έστω κι αν είχαν κάνει την καλύτερη δυνατή προετοιμασία.

Σήμερα, όμως, με χρόνια εμπειρίας και σε μια περίοδο που το εγχώριο επιχειρείν μετασχηματίζεται άρδην, σε πολλές περιπτώσεις λόγω των «κόκκινων δανείων», έχει έρθει η ώρα των «πρωταγωνιστών».

Δύσκολα, για παράδειγμα, μπορούν να μείνουν απαρατήρητες οι κινήσεις του Fortress σε δύο εξαιρετικά σημαντικές υποθέσεις, έστω κι αν το fund των 70 και πλέον δισεκατομμυρίων δολαρίων υπό διαχείριση φροντίζει να κρατά τους χαμηλότερους δυνατούς τόνους. Πριν από μερικές ημέρες το Fortress μπήκε στη διαδικασία της Τράπεζας Πειραιώς για την πώληση του μεριδίου της (42%) στη Hellenic Seaways. Το ενδιαφέρον είναι ότι το Fortress δεν περιορίστηκε στο ποσοστό που κατέχει η τράπεζα, αλλά και στην option που προβλέπει την πώληση της απόλυτης πλειοψηφίας (50,8%) και περιλαμβάνει και το πακέτο μετοχών των οικογενειών (Γιάννη του Σήφη) Βαρδινογιάννη και Αγαπητού.

Κύκλοι της αγοράς ερμηνεύουν ότι το Fortress στοχεύει, έτσι, στον πλήρη έλεγχο της εταιρείας, τον οποίο επιχείρησε να αποσπάσει από την αγορά η Grimaldi το προηγούμενο εξάμηνο. Με τον ιταλικό κολοσσό να κατέχει 48,4%, οι Αμερικανοί θα δώσουν σκληρή μάχη για την ακτοπλοϊκή, σε έναν ελληνικό κλάδο που, όπως φαίνεται, τους ενδιαφέρει ιδιαίτερα, μια και έχουν επενδύσει εδώ και τρία χρόνια, και μάλιστα με στρατηγικό σχεδιασμό βάθους.

Η πρώτη κίνηση ήταν η απόκτηση ομολογιακού δανείου 75 εκατ. ευρώ της Attica Συμμετοχών (Superfast και Blue Star του ομίλου MIG) το 2014, με την οποία το Fortress έδειξε το ενδιαφέρον του για την ακτοπλοϊκή στην οποία απέκτησε συμμετοχή. Η συνέχεια έγινε στα τέλη του περασμένου έτους, όταν το Fortress απέκτησε και το ομολογιακό δάνειο της Εurobank προς τη MIG, ύψους 150 εκατ. ευρώ, δίνοντας μάχη απέναντι σε άλλα 30 funds που επίσης το διεκδίκησαν. Η εξέλιξη αυτή σημαίνει ότι το αμερικανικό fund, εκτός της συμμετοχής στην ακτοπλοϊκή, «αποκτά» πλέον συμμετοχή και στις υπόλοιπες εταιρείες της MIG και αυτό χάρη σε μια «κρίσιμη λεπτομέρεια». Για τη σύναψη του ομολογιακού της Eurobank είχε ενεχυριασθεί το 50,59% των μετοχών της Attica Συμμετοχών, το 39,84% των μετοχών του Υγεία και το 52,12% των μετοχών της Vivartia Συμμετοχών. Αυτό δεν το καθιστά, βέβαια, ιδιοκτήτη, αλλά σε κάθε περίπτωση στρατηγικό εταίρο και του δίνει τον πρώτο λόγο σε περίπτωση εξελίξεων (που αργά ή γρήγορα θα έλθουν) στη Marfin Investment Group.

Το Fortress, άλλωστε, έχει διαμηνύσει πως σκοπεύει να αναχρηματοδοτήσει τις τρεις εταιρείες προκειμένου να βελτιώσουν περαιτέρω τη θέση στους επιμέρους κλάδους τους, όπως κάνει από το 2014 με την Attica. Με φρέσκα κεφάλαια και καλή συνεργασία με το management, το fund, αποδεικνύοντας τον μακροπρόθεσμο χαρακτήρα του, βοήθησε την ακτοπλοϊκή στις μεγάλες κινήσεις της τελευταίας διετίας (hedging στο πετρέλαιο, επέκταση στο εξωτερικό κ.λπ.), που την έφεραν ξανά στην κερδοφορία.

Για τη συνέχεια, το... Φρούριο έχει δύο σενάρια. Το ΠΡΩΤΟ είναι η απόκτηση της HSW. Εάν επιτύχει να αποσπάσει την πλειοψηφία, θα αναδειχθεί (μαζί και με την Attica) σε έναν καθοριστικό παίκτη της ακτοπλοΐας όχι μόνο στο Αιγαίο, αλλά σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο, με αντίπαλο πλέον τον Ομιλο Grimaldi. Το ΔΕΥΤΕΡΟ είναι η περαιτέρω εμπλοκή της στη MIG.

Στο ερώτημα εάν κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί καλά ενημερωμένοι παράγοντες της αγοράς αναφέρουν πως κάτι τέτοιο είναι ακόμη «πρόωρο», αφού θα πρέπει να προηγηθεί η αποτύπωση της στάσης της Τράπεζας Πειραιώς, που κατέχει το 31,2% της MIG, λόγω της δανεικής έκθεσης του ομίλου στην τράπεζα (800 εκατ.). Τις τελευταίες ημέρες η παράδοση της έκθεσης της Bank of America για την επόμενη ημέρα της MIG δείχνει να κινεί τις εξελίξεις στην κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης του δανεισμού προτού εκκινήσουν τυχόν διαδικασίες πώλησης. Και, βέβαια, σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο το Fortress θα έχει σημαντικό λόγο...

Business σε τουρισμό, αυτοκίνητο, ξενοδοχεία

Ενα fund με αντίστοιχο μέγεθος του Fortress είναι το Oaktree του Χάουαρντ Μαρκς, με υπό διαχείριση κεφάλαια 74 δισ. δολαρίων. Το Oaktree είναι πολύ πιο γνωστό στους ελληνικούς επενδυτικούς κύκλους (και πολύ περισσότερα χρόνια) από την πρώτη διάσωση της GenMar του εφοπλιστή Πίτερ Γεωργιόπουλου (που τελικά πρόσφατα τέθηκε «εκτός» των επιχειρήσεων του) και αργότερα με τη συμμετοχή στη StarBulk του Πέτρου Παππά, στην οποία σήμερα το fund είναι μέτοχος πλειοψηφίας. Εκτός των συχνά ταραγμένων υδάτων του εφοπλισμού, το Oaktree επί ελληνικού εδάφους έχει συνάψει μια στρατηγική συμμαχία με την οικογένεια Ανδρεάδη του ΣΑΝΗ, που μετεξελίσσεται πλέον στον Ομιλο Oceania με τουριστικές μονάδες υψηλών προδιαγραφών. Καθώς οι Αμερικανοί «βλέπουν» στον ελληνικό τουρισμό (και τις ξενοδοχειακές επενδύσεις) σίγουρες αποδόσεις για τα επόμενα χρόνια, δεν είναι παράδοξο να «ποντάρουν» και σε σχετικά αντικείμενα. Ετσι, στους γνώστες δεν προκάλεσε ιδιαίτερη εντύπωση η συμμετοχή του Oaktree στον διαγωνισμό της Τράπεζας Πειραιώς για την πώληση της ελληνικής δραστηριότητας της Avis. Η πώληση της μεγαλύτερης εταιρείας μισθώσεων αυτοκινήτων θα είναι μια από τις μεγάλες μπίζνες της χρονιάς (υπολογίζεται σε 300 και πλέον εκατ. ευρώ) και η ολοκλήρωσή της θα φέρει τα πάνω κάτω στον κλάδο. Ιδιαίτερα εφόσον ευσταθούν οι πληροφορίες που φέρουν ως συνεργάτη της Oaktree για το project τον όμιλο επιχειρήσεων Βασιλάκη, που έχει στην ίδια αγορά την Autohellas Hertz, μια εταιρεία αντίστοιχων διαστάσεων.

Για το deal της Avis, όμως, ενδιαφέρεται και άλλο ένα αμερικανικό fund. Πρόκειται για το Apollo του μεγιστάνα Λιόν Ντέιβιντ Μπλακ, που, αν και προσγειώθηκε σχετικά πρόσφατα στην Ελλάδα, δείχνει έντονη δραστηριότητα. Σε αντίθεση με τα vulture ή τα distress funds, που εποφθαλμιούντα πακέτα κόκκινων δανείων, το Apollo δείχνει να ενδιαφέρεται «επιλεκτικά», όπως και ο ιδιοκτήτης του στον χώρο των έργων τέχνης. Για την περίσταση της Avis το Apollo (πάντοτε κατά ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες) έχει ως Ελληνα συνεργάτη τον όμιλο της οικογένειας Συγγελίδη (Jeep, Peugeot, Citroen), κάτι που προοιωνίζεται μεγάλη εαρινή κόντρα στον ελληνικό κλάδο αυτοκινήτου.

Το Apollo έδωσε το «παρών» και στα εγκαίνια του πρώτου επί ελληνικού εδάφους ξενοδοχείου του Ομίλου Wyndham, που διαμορφώθηκε με τη συνεργασία του Ομίλου Στασινόπουλου (ο οποίος εισέφερε το κτίριο του παλαιού στρατηγείου της Βιοχάλκο στον κέντρο της Αθήνας). Εκτός από το Grand Athens στην πλατεία Καραϊσκάκη, η Wyndham (μέσω της αλυσίδας Ramada, ελέγχει 800 ξενοδοχεία σε 60 χώρες) προχωρά ήδη στο επόμενο βήμα που αφορά το ξενοδοχείο Poseidon στο Λουτράκι.

Στο βάθος της στρατηγικής του Apollo, όμως, είναι ακόμα ένα, σημαντικότερο deal: Πρόκειται για την απόκτηση της Εθνικής Ασφαλιστικής, που, εάν ευοδωθεί, θα αποτελέσει την κορωνίδα των ελληνικών του δραστηριοτήτων. Το fund του Λιον Μπλακ «είδε» ήδη έναν από τους σημαντικότερους αντιπάλους (τον Πρεμ Γουάτσα του Fairfax) να αποχωρεί (λόγω της εμπλοκής του στη Eurolife) και τώρα θεωρεί ότι ο μόνος πραγματικά μεγάλος αντίπαλος είναι ο Γκούο Γκουανγκτσένγκ της Fosun. Οι «δυο τους» είχαν συγκρουσθεί πριν από τρία χρόνια για τα μάτια της κορυφαίας ασφαλιστικής της Πορτογαλίας, της Caixa Seguros, την οποία η Fosun «απέκτησε» έναντι 1 δισ. ευρώ. Στα τέλη Μαρτίου θα γνωρίζουμε και εάν το Apollo του Λιον Μπλακ θα πάρει τη ρεβάνς στο deal, που υπολογίζεται να υπερβεί τα 500 εκατ. ευρώ.

«Ούριος άνεμος» για την ενέργεια

Ενα σημαντικό κομμάτι του παζλ αφορά την ενέργεια. Η αμερικανική ενεργειακή Cheniere έχει διαμηνύσει στην ελληνική κυβέρνηση το ενδιαφέρον της να δραστηριοποιηθεί στην Ελλάδα, και συγκεκριμένα να επενδύσει στον πλωτό τερματικό σταθμό αεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (FSRU) στην Αλεξανδρούπολη. Η Cheniere για τον σκοπό αυτό επέκτεινε τη συνεργασία της με την εισηγμένη στη Wall Street ναυτιλιακή GasLog, συμφερόντων Πίτερ Γ. Λιβανού, η οποία είχε ήδη αποκτήσει το 20% του project της Αλεξανδρούπολης που ανήκει στην Gastrade του Ομίλου Κοπελούζου. Για το project έχουν, ακόμα, ενδιαφερθεί επισήμως η ΔΕΠΑ και η Bulgarian Energy Holding.

Ο Πρεμ Γουάτσα είναι (πάντα) εδώ

Ο παίκτης που, φυσικά, δεν θα μπορούσε να λείπει από την εικόνα είναι ο Πρεμ Γουάτσα του Fairfax. Από τους πρώτους μακροπρόθεσμους παίκτες που μπήκαν στην Ελλάδα (ως συνεργάτης και μέτοχος του Ομίλου Μυτιληναίος), είναι σήμερα χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη χώρα μας: Επικεφαλής των αμερικανικών κεφαλαίων που ελέγχουν την πλειοψηφία της Eurobank, βασικός μέτοχος της Grivalia Properties και των θυγατρικών της (όπως η Grivalia Hospitality στα ξενοδοχεία και τον ποιοτικό τουρισμό), ιδιοκτήτης του Praktiker, αλλά και της ασφαλιστικής Eurolife (που πήρε από τα χέρια της Fosun). Για όλα αυτά, ο Γουάτσα έριξε στην «ελληνική επενδυτική οδύσσεια» σχεδόν 1,5 δισ. από τα 40 δισ. που διαχειρίζεται το Fairfax. Συγκεκριμένα, 850 εκατ. για τη Eurobank, 325 για τη Eurolife, 230 για την Grivalia, 35 για τη συμμετοχή (5,9%) στον Μυτιληναίο και 21 για το Praktiker.

Το αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι συνολικά θετικό (λογιστικά παρουσιάζει «τρύπα» περί τα 500 εκατ.), αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στις εξελίξεις της Eurobank και στην ανάγκη κάλυψης δύο ανακεφαλαιοποιήσεων. Ολες οι υπόλοιπες επενδύσεις στο «βάθος» της 4,5χρονης παρουσίας του Fairfax στην Ελλάδα είναι θετικές. Για παράδειγμα, από τη συμμετοχή του στον Μυτιληναίο έχει κερδίσει πάνω από 35%, ενώ από την Grivalia έχει κερδίσει περί τα 130 εκατ. ευρώ χρηματιστηριακά.

Ο Γουάτσα, βέβαια, δεν εστιάζει στο βραχυπρόθεσμο κέρδος. Πέραν της συμμετοχής του στον Μυτιληναίο (στην οποία βλέπει οφέλη από εμπλοκή σε ενεργειακά projects), μετρά ότι σήμερα το Fairfax κατέχει άμεσα το 17% της Eurobank, ενώ μαζί με τα «συνεργαζόμενα κεφάλαια» ελέγχουν περισσότερο από το 30% της τράπεζας. Με μια κρίσιμη λεπτομέρεια: Βασικός του συνέταιρος στο εγχείρημα της Eurobank είναι ο Γουίλμπουρ Ρος (του W. L. Ross fund), σημερινός υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, αλλά και μεγαλομέτοχος της Τράπεζας Κύπρου. Την ίδια στιγμή, η παρουσία του πρώην επικεφαλής της Exxon Mobil Ρεξ Τίλερσον στη θέση του υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ προτρέπει αμφότερους να επεκτείνουν τις δουλειές τους στην ευρύτερη περιοχή, ευνοούμενοι από την πολιτική της νέας αμερικανικής κυβέρνησης. Αλλωστε, και η Κύπρος, «διαβάζοντας» τις εξελίξεις, ανέθεσε στην Exxon Mobil την ανάπτυξη των κοιτασμάτων της.

Σε κάθε περίπτωση, ο Γουάτσα μπορεί να βλέπει σήμερα τη Eurobank να αποτιμάται μόλις στο 26% της λογιστικής αξίας της, υπολογίζει όμως ότι, από τη στιγμή που θα αλλάξει ο κύκλος της ελληνικής οικονομίας, η τράπεζα θα ανακτήσει σημαντικές υπεραξίες. Και όχι μόνο αυτό. Οπως αναφέρουν στο περιβάλλον του, ο ίδιος είναι διαθέσιμος να ρίξει σημαντικά νέα κεφάλαια στην Ελλάδα, εάν προκύψει «θέμα» τραπεζικής συγχώνευσης...

Από την εφημερίδα "Επένδυση"