Με την πλάτη στον τοίχο βρίσκεται πλέον η ελληνική κυβέρνηση μετά τη χθεσινή συνάντηση της Άνγκελα Μέρκελ και της Κριστίν Λαγκάρντ και τις δηλώσεις της γενικής διευθύντριας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, σχετικά με το χρέος και την απομείωσή του. Το πρόβλημα γίνεται ακόμα μεγαλύτερο από τη στιγμή που η Κριστίν Λαγκάρντ στις δηλώσεις που πραγματοποίησε μετά τη συνάντηση ήταν σαφής για τη λήψη μέτρων στις κατευθύνσεις του Ταμείου, οι οποίες δεν είναι άλλες από την περαιτέρω μείωση των συντάξεων, έτσι ώστε το ποσοστό επί του ΑΕΠ το οποίο δεσμεύεται για τις συντάξεις να φτάσει στα επίπεδα των χωρών της Ευρωζώνης, αλλά και την αγορά εργασίας με επώδυνες αλλαγές.
Πώς έφτασε όμως η κυβέρνηση στο σημείο να βρίσκεται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αποκλειστικά με το ΔΝΤ, το οποίο εξαιρουμένου του πλεονάσματος, ζητάει σκληρές μεταρρυθμίσεις και όχι με τους Ευρωπαίους.
Η αξιολόγηση η οποία έπρεπε να έχει κλείσει από τον Φεβρουάριο του 2016 τελικά τράβηξε μέχρι το 2017 και ακόμα δεν είναι σίγουρο το πότε θα κλείσει έτσι ώστε η Ελλάδα να πάρει τα χρήματα της επόμενης δόσης. Πριν έναν χρόνο η Γερμανία δεν είχε μπροστά της το μεγάλο πρόβλημα των εκλογών ενώ δεν υπήρχαν στον ορίζοντα οι εκλογές της Γαλλίας και της Ολλανδίας. Η συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείο στο ελληνικό πρόγραμμα ναι μεν ήταν επιθυμητή αλλά δεν ήταν επιβεβλημένη, όπως εξελίχθηκε στην πορεία. Το αποτέλεσμα ήταν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να επιβάλει την ατζέντα του για σκληρές μεταρρυθμίσεις, ως αντάλλαγμα για τη συζήτηση περί συμμετοχής του στο πρόγραμμα, και να κάνει πίσω στο ζήτημα του χρέους, το οποίο «καίει» την κυβέρνηση, χωρίς όμως να ξεκαθαρίζει αν θα συμμετάσχει στο ελληνικό πρόγραμμα.
Πλέον η κυβέρνηση έχει μείνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μόνο με την πλευρά του Ταμείο και τις απαιτήσεις του οι οποίες είναι πολύ πιθανό να οδηγήσουν τα πράγματα σε αδιέξοδο, πολιτικό ή διαπραγματευτικό.