Έναν «κόφτη φόρων» ο οποίος θα λειτουργήσει ως αντισταθμιστικό μέτρο στη μείωση του αφορολογήτου και στην πιθανή περικοπή των συντάξεων θέλει να περάσει η κυβέρνηση προκειμένου να στηρίξει την πρωθυπουργική δέσμευση «ούτε ένα ευρώ επιπλέον λιτότητα». Ο... καλός κόφτης θα ενεργοποιείται στις περιπτώσεις που κατά την εκτέλεση του κρατικού Προϋπολογισμού θα καταγράφονται υπερβάσεις στόχων, κάτι το οποίο κυβερνητικά στελέχη αισιοδοξούν ότι μπορεί να συμβεί και κατά την εκτέλεση του Προϋπολογισμού του 2017. Μέσω του «κόφτη φόρων», η ελληνική πλευρά θέλει να περάσει μέτρα που θα αναπληρώσουν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τις απώλειες εισοδήματος από τη μείωση της έκπτωσης φόρου, απώλειες οι οποίες, ανάλογα με το πού θα κλειδώσει το νέο αφορολόγητο, μπορεί να φτάσουν ακόμα και στα 600 ευρώ τον χρόνο ανά φορολογούμενο. Προκειμένου να εκπληρωθεί ο στόχος, η ελληνική πλευρά θέλει να εξασφαλίσει το δικαίωμα μείωσης του ΦΠΑ αλλά και του ΕΝΦΙΑ, αν όχι συνολικά για όλους, τουλάχιστον για τους ιδιοκτήτες ακινήτων με το χαμηλότερο εισόδημα.
H μείωση του αφορολογήτου από τα επίπεδα των 8.550 ευρώ, όπου είναι σήμερα, ουσιαστικά επηρεάζει το σύνολο των φορολογουμένων, μισθωτών, συνταξιούχων και αγροτών, καθώς η έκπτωση δίδεται σε όλους -μέχρι του ορίου των 85.550 ευρώ-, ακόμα και αν το εισόδημά τους φτάνει τα 200.000 ευρώ. Η έκπτωση φόρου είναι 1.900 ευρώ μέχρι το ύψος του εισοδήματος των 20.000 ευρώ και μετά μειώνεται κατά 10 ευρώ για κάθε 1.000 ευρώ που προστίθεται στο εισόδημα. Η κυβέρνηση. όμως, θέλει να «προστατέψει» κυρίως τους έχοντες τα χαμηλότερα εισοδήματα, από τους οποίους αντλεί και την πολιτική της δύναμη. Πώς σχεδιάζεται να υλοποιηθεί αυτή η «προστασία»:
Ηδη στο συρτάρι του υπουργείου Οικονομικών υπάρχει έτοιμο και κοστολογημένο το σχέδιο κατάργησης του ΕΝΦΙΑ για τους έχοντες χαμηλά εισοδήματα έως και 9.000 ευρώ ετησίως. Με περίπου 80 εκατ.-100 εκατ. ευρώ, η κυβέρνηση μπορεί να μηδενίσει τη φορολογική επιβάρυνση για 1,7 εκατομμύρια ιδιοκτήτες οι οποίοι έχουν ακίνητα αντικειμενικής αξίας έως 100.000-150.000 ευρώ και εισοδήματα που μέχρι και σήμερα είναι αφορολόγητα. Με βάση τη σημερινή νομοθεσία του ΕΝΦΙΑ, οι ιδιοκτήτες που πληρούν τα περιουσιακά και εισοδηματικά κριτήρια που προαναφέρθηκαν εξασφαλίζουν έκπτωση φόρου 50%. Ο στόχος είναι να γίνει 100%.
Η μείωση του ΦΠΑ επίσης αποσκοπεί στο να ελαφρυνθούν οι έχοντες τα χαμηλότερα εισοδήματα. Στο τραπέζι υπάρχουν δύο σενάρια: η μείωση του κατώτερου συντελεστή από το 13%, που είναι σήμερα, στο 12% και η διατήρηση του ειδικού καθεστώτος του ΦΠΑ στα νησιά και μετά το 2017. Η μείωση του κατώτερου συντελεστή κρύβει μια συγκεκριμένη λογική. Οτι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που εντάσσονται στο 13% καταλαμβάνουν μεγαλύτερο μερίδιο στον προϋπολογισμό των φτωχότερων νοικοκυριών. Πρόκειται για βασικές κατηγορίες τροφίμων, τους λογαριασμούς της ύδρευσης, της ηλεκτροδότησης κ.λπ. Οσον αφορά τον ΦΠΑ των νησιών, πρόθεση είναι το ειδικό καθεστώς να διατηρηθεί όχι μόνο για το 2017, αλλά και για τα επόμενα χρόνια.
Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών ή των φόρων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες, σύμφωνα με όσα δήλωσε και ο υπουργός Οικονομικών, είναι από τους «μεγάλους αδικημένους» του τρίτου μνημονίου.
Σκληρό παζάρι για ΕΝΦΙΑ και ΦΠΑ
Ο «κόφτης φόρων» ουσιαστικά προβλέπεται και τώρα από το μνημόνιο, καθώς, σε περίπτωση υπέρβασης των δημοσιονομικών στόχων, υπάρχει ρήτρα που επιτρέπει στην κυβέρνηση να διανείμει το επιπλέον ποσό (όπως έκανε, άλλωστε, και το 2016 με τη 13η σύνταξη). Το πρόβλημα που προκύπτει, όμως, είναι ότι δεν επιτρέπεται η θέσπιση μέτρων μόνιμου χαρακτήρα, όπως είναι η μείωση του ΕΝΦΙΑ ή του ΦΠΑ. Αυτό είναι ένα θέμα που θα πρέπει να εξασφαλίσει η κυβέρνηση μέσω της διαπραγμάτευσης.
«Μύθος» ότι οι μισοί Ελληνες δεν πληρώνουν
Στις διαπραγματεύσεις που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, η ελληνική πλευρά επιδιώκει να διαψεύσει τη βασική θέση του ΔΝΤ ότι το 50% των Ελλήνων δεν πληρώνει καθόλου φόρο λόγω του αφορολογήτου. Οπως εξηγούν αρμόδιες κυβερνητικές πηγές, η σωστή διατύπωση είναι ότι 50% των μισθωτών και των συνταξιούχων δεν πληρώνουν φόρο εισοδήματος. Επιβαρύνονται, όμως, με τους υψηλότερους -διεθνώς- έμμεσους φόρους, ενώ καταβάλλουν και ΕΝΦΙΑ για το ακίνητο στο οποίο κατοικούν, ακόμα και αν το εισόδημά τους είναι πολύ χαμηλό ή μηδενικό. Ακόμα και ένας εργαζόμενος με μερική απασχόληση ο οποίος αμείβεται με 400-500 ευρώ τον μήνα καλείται να πληρώσει σε ΦΠΑ, ειδικό φόρο κατανάλωσης και ΕΝΦΙΑ τουλάχιστον το 30% του εισοδήματός του. Το παράδειγμα είναι αποκαλυπτικό: Ο εργαζόμενος των 400 ευρώ μένει σε ένα ιδιόκτητο σπίτι 80 τετραγωνικών και πληρώνει 300 ευρώ ΕΝΦΙΑ τον χρόνο. Το συνολικό του εισόδημα διοχετεύεται στην κατανάλωση, με το 70% του εισοδήματος να πηγαίνει σε προϊόντα και υπηρεσίες που κατατάσσονται στο 24% και το υπόλοιπο 30% του εισοδήματος σε προϊόντα και υπηρεσίες που ανήκουν στο 13%. Με αυτά τα δεδομένα, μόνο για τον ΦΠΑ θα πρέπει να αποδίδει κάθε μήνα τουλάχιστον 82 ευρώ σε ΦΠΑ. Αν προστεθούν και οι ειδικοί φόροι που επιβάλλονται σε τσιγάρα, ποτά, καύσιμα, πετρέλαιο θέρμανσης κ.λπ. αλλά και το ποσό που καταβάλλεται σε ΕΝΦΙΑ, τότε το ποσοστό που καταλήγει σε φόρους ανεβαίνει κοντά στο 30%.