Πρώτον και κύριον, διότι αποτελεί ένα απολίθωμα του παρελθόντος, μιας προϊσχύουσας συνταγματικής ρύθμισης περί Τύπου, που όχι μόνον δεν συμβιβάζεται πλέον με την ισχύουσα, αλλά αγνοεί, παράλληλα επιδεικτικά και προκλητικά, τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη της αναθεώρησης του 2001, που την κατήργησε.
Τα αδικήματα περί Τύπου θεωρούνταν υπό το προϊσχύον Σύνταγμα του 1975 ως «πάντοτε αυτόφωρα». Η σχετική διάταξη απαλείφθηκε με την αναθεώρηση του 2001. Παρέμεινε όμως η σχετική ρύθμιση, ως είχε, στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Ο κοινός νομοθέτης ξέχασε, φαίνεται, να την απαλείψει! Διατηρήθηκε έτσι στην κοινή νομοθεσία, πέρα από κάθε νομική λογική, μια διάταξη που ο αναθεωρητικός νομοθέτης την είχε κρίνει ανελεύθερη και ως μη εναρμονισμένη με τον φιλελεύθερο και δημοκρατικό χαρακτήρα της συνταγματικής μας τάξης και κυρίως με την ευρωπαϊκή δημόσια τάξη και τη νομολογία του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, που θεωρεί την ελευθερία περί Τύπου ως την πλέον θεμελιώδη ελευθερία σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Βρισκόμαστε έτσι στο εξής νομικό παράδοξο: Ο συντακτικός νομοθέτης να θεωρεί ως «ανάξια συνταγματικής προστασίας» και άρα καταργητέα την κρινόμενη διάταξη ότι «τα αδικήματα περί Τύπου είναι πάντοτε αυτόφωρα» και ο κοινός νομοθέτης, αγνοώντας, προκλητικά, τη ρητά εκφρασμένη βούληση του συντακτικού νομοθέτη, να τη διατηρεί σε ισχύ.
Αυτό όμως που αρνείται να πράξει ο κοινός νομοθέτης οφείλει και πάντως μπορεί να διορθώσει ο δικαστής, ασκώντας έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Η επίμαχη διάταξη είναι, κατά δεύτερο λόγο, αντίθετη στο ισχύον Σύνταγμα και αν, εγκαταλείποντας την ιστορική ερμηνεία του Συντάγματος, την εξετάσουμε με βάση την τελεολογική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 6 Σ, που προβλέπει την εξαίρεση από τις συνταγματικές εγγυήσεις περί σύλληψης για τα αυτόφωρα εγκλήματα.
Η διεύρυνση, και μάλιστα υπέρμετρα και αδικαιολόγητα («τα αδικήματα περί Τύπου θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα»), από τον ίδιο τον νομοθέτη της διάρκειας του αυτόφωρου εγκλήματος δεν συνάδει ούτε με τη λογική του αυτοφώρου, όπως προβλέπεται στον ίδιο τον ΚΠΔ, όπου ορίζονται ρητά και περιοριστικά οι όροι και οι προϋποθέσεις του αυτοφώρου, ούτε δικαιολογείται στην προκειμένη περίπτωση για τα αδικήματα που άπτονται της ελευθερίας του Τύπου.
Η αντιμετώπιση μιας κατηγορίας ολόκληρης εγκλημάτων ως εγκλημάτων «διαρκείας» πρέπει να αιτιολογείται και μάλιστα ειδικά. Και αυτό το αγνοεί η κρινόμενη διάταξη, αφού η εφαρμογή της έχει ως συνέπεια να αντιμετωπίζονται στην πράξη συλλήβδην τα αδικήματα του Τύπου ως εγκλήματα διαρκείας. Ο περιορισμός της ελευθερίας είναι εδώ, εκτός πάσης αμφιβολίας, υπέρμετρος, αδικαιολόγητος και για τη συνταγματική μας τάξη αυθαίρετος.
Πρόκειται για περιορισμό και προσβολή στην ελευθερία του Τύπου, που επιβάλλεται, εξάλλου, με μια υπέρμετρα διασταλτική ερμηνεία των σχετικών με το αυτόφωρο έγκλημα περιορισμών, που συγκρούονται ευθέως με τη λογική των προστατευτικών διατάξεων περί Τύπου, καθώς και με τη λογική του αυτοφώρου, όπως ορίζεται και περιορίζεται στον ΚΠΔ.
Εν ενί λόγω, η επίμαχη διάταξη του ΚΠΔ αποτελεί ένα απολίθωμα του παρελθόντος, που έχει ρητά αποδοκιμάσει ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 και που επιτρέπει περιορισμούς και προσβολές στην ελευθερία περί Τύπου, που δεν συνάδουν με τις ισχύουσες προστατευτικές του Τύπου συνταγματικές διατάξεις, ούτε με τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.