« Το δάνειον δεν πρέπει να το στοχάζεσθε πολλά μεγάλην ευεργασίαν και εις αυτόν τον διάβολον ήθελαν μετά χαράς δανείσειν αργύρια, αν ο διάβολος είχε να τους ασφαλίσει με ενέχυρα». Αυτή, η ρήση, του Αδαμάντιου Κοραή, για τα δάνεια του νεοελληνικού Κράτους, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ.

Η νεοελληνική Ιστορία, είναι γεμάτη από Μνημόνια, Δάνεια αλλά και από Πτωχεύσεις. Είναι επομένως χρήσιμο, να γνωρίζουμε πώς φτάσαμε στην Πτώχευση του 1843, ποια μέτρα ελήφθησαν για να ξεπεράσουμε την πτώχευση, αλλά και το Μνημόνιο του 1843.

Η Ελλάδα, το 1832, με τον ερχομό του Βασιλιά Όθωνα, έλαβε, ως «προίκα», ένα δάνειο ύψους 60 εκ.Φράγκων. Το δάνειο αυτό, ο Αρ. Οικονόμου, από τους πρώτους νεοέλληνες Οικονομικούς Αναλυτές, το ονόμασε, «βασιλοποιό» (γιατί έφερε αρχικά τον Βασιλιά Όθωνα, στην Ελλάδα) και «βασιλοφάφο» (γιατί πρώτα «έφαγε» τον Μονάρχη Όθωνα – 1843 και μετά τον Βασιλιά Όθωνα -1862). Aπό τα 60 εκ. Φράγκα, η τελευταία δόση των 20 εκ. Φράγκων, δεν δόθηκε ποτέ στην Ελλάδα, τα υπόλοιπα διατέθηκαν σε αποζημιώσεις στην Τουρκία, αλλά και σε έξοδα του Δανείου, για τα οποία δόθηκαν συνολικά 33 εκ. Φράγκα. 

Στη Σύμβαση που υπογράφηκε τότε, το 1832, για τη σύναψη του Δανείου, προβλεπόταν στο άρθρο 12 παρ.6, ότι ο Βασιλιάς και το ελληνικό κράτος ήταν υποχρεωμένοι, πριν από οποιονδήποτε άλλα έξοδα, τα έσοδα των κρατικών ταμείων να διατίθενται στις πληρωμές των τόκων και των χρεολυσίων του δανείου, στην εξυπηρέτηση του ουσιαστικά. Παράλληλα, στο ίδιο άρθρο οριζόταν: «οι διπλωματικοί αντιπρόσωποι των τριών Αυλών θέλουσιν ειδικώς επιφορτισθή να επαγρυπνώσιν εις την εκτέλεσιν τούτου του όρου». Είναι χαρακτηριστικό,  ότι κανένας εκπρόσωπος του νεοσυσταθέντος τότε ελληνικού Κράτους, δεν έλαβε μέρος στην συζήτηση και στην υπογραφή της Συνθήκης, αλλά ούτε υπήρχε πρόβλεψη για επικύρωση της από τον Βασιλιά Όθωνα, ή το ελληνικό Κράτος. 

Η Ελλάδα εκείνη την περίοδο αριθμούσε 850.000- 900.000 κατοίκους, ήταν ιδιαίτερα φτωχή και στις αστικές αλλά και αγροτικές περιοχές κυριαρχούσαν εικόνες εξαθλίωσης. Ακόμα και στην πρωτεύουσα οι δημότες αφού δεν είχαν σταμάτησαν να καταβάλλουν και τους φόρους. Ακόμα και οι φοροεισπράκτορες δεν εμφανίζονταν στις δημοπρασίες για την ενοικίαση των φόρων.

Ενδεικτικό της κατάστασης που επικρατούσε στην Αθήνα εκείνη την εποχή είναι το άρθρο που δημοσιεύτηκε την 1η Ιουνίου 1843 στην εφημερίδα « Ηχώ των Επαρχιών» της Πάτρας: « Της εσχάτης αχρηματίας η μάστιξ κατέστρεψε της ελπίδας των κατοίκων πάσης τάξεως. Κατέστησε τους πλουσίους πτωχούς, τους πένηρας πάντη απόρους και δυστυχείς, τους εργάτας αργούς, τας δε ευφόρους και καλλιεργουμένας των επαρχιών πεδιάδας, από των οποίων των κτηματίψν η τάξις προσεδόκα την πρόοδον της και οι γεωργοί την ευημερίαν των, εις αγρούς ακανθών, μετέβαλε Τι να ελπίση τις πλέον δύναται; Οποίαν πρόοδον; Οποίον μέλλον; Αι τάξεις άπασαι της κοινωνίας ήρχισαν να παραλύωσιν, οι έμποροι απηλπίσθηκαν, οι κτηματίαι αφανίσθησαν, οι γεωργοί εδυστύχησαν και οι αρτοποιοί αυτοί αναγκάζονται να διακόπτωσιν από καιρού  εις καιρόν το έργον αδυνατούντες να πωλήσωσιν άρτον, ως μη έχοντες χρήματα να προμηθεύθωσι τας αναγκαίας υλικάς.»

Tον Ιανουάριο του 1843, η Ελλάδα πληροφορεί τις προστάτιδες δυνάμεις ότι αδυνατεί να καταβάλλει την εξαμηνιαία εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεών της. Ζητά νέο δάνειο για ν’ ανταποκριθεί, αλλά το αίτημα απορρίπτεται. Η κυβέρνηση βλέποντας, τον κίνδυνο της ξένης επέμβασης, μείωσε δραστικά τις κρατικές δαπάνες. Ο Βασιλιάς έδωσε το καλό παράδειγμα προσφέροντας ένα μεγάλο μέρος της βασιλικής του χορηγίας στο δημόσιο ταμείο. Μετά από αυτά τα μέτρα ο Ρίζος-Νερουλός, Γραμματέας επί των εξωτερικών ενημέρωσε την Ρωσία, στις 9 Απριλίου, για την περιστολή των δαπανών και ότι θα διερευνούσε τις δυνατότητες για περαιτέρω περικοπές, ωστόσο επεσήμανε ότι η Ελλάδα δε θα μπορούσε να πληρώσει τη Ρωσία μέχρι την 1η Ιουνίου χωρίς την υποβάθμιση του πολιτικού και στρατιωτικού μηχανισμού, ο οποίος θα οδηγούσε σε αναρχία.

Είναι χαρακτηριστικό το απολογητικό υπόμνημα, το οποίο συνέταξαν ο Όθωνας και η κυβέρνησή του, για τις περικοπές που είχαν επιβάλλει από τις αρχές του 1843: « Η κυβέρνησις απαφάσισε τέλος να μη αφήση αθίκτους ούτε των δημοσίων υπαλλήλων τους μισθούς. Ηξεύρετε, ότι δεν υπάρχουν χρηματικαί καταστάσεις, ότι το πλείστον μέρος των υπαλλήλων από τους μισθούς των μόνους διατηρούνται. Αφ΄ ετέρου τα προς διατροφής είναι αποχρώντως ακριβά, και μάλιστα εις την πρωτεύουσαν και εις τας άλλας σημαντικάς πόλεις, οι δε μισθοί δεν είναι ανάλογοι προς τας δαπάνας των. Αυτός δε ο βασιλεύς έδωσε το παράδειγμα της λυπηράς ταύτης ανάγκης. Απεφάσισε να ελαττώσση κατά το πέμπτον την ανακτορικήν επιχορήγησιν. Η κυβέρνηση εισήξεν όλην την δυνατήν οικονομίαν εις πάντας τους κλάδους της δημοσίας υπηρεσίας. Λαμβάνει όλα τα μέτρα. Αλλά δεν είναι επί του παρόντος κατ’ ουδένα λόγον εις θέσιν να κάμη τας ωρισμένας του δανείου πληρωμάς. Και οποιονδήποτε αγώνα και αν καταβάλη προς απότισιν των 605,987 φράγκων κατά τον προσεγγίζοντα Ιούνιον, δε θέλει δυνηθή να συμπληρώση  επί τούτω τα απαιτούμενα κεφάλαια, χωρίς να παραλύση εξ ολοκλήρου την δημόσιαν υπηρεσία, τόσο μάλλον, καθ΄όσον υπάρχει την στιγμήν αυτήν μεγίστη χρηματοδεία εξ αιτίας της παραδόξου εκπτώσεως της τιμής των διαφόρων προϊόντων και της μεγίστης δυσκολίας εις το να πωληθώσι και εις τις τιμάς ακόμα ευτελείς. Ας σκεφθώσιν αι Δυνάμεις ότι εάν, δια να πληρωθώσιν τώρα οι τόκοι και το τοκοχρεολύσιον ενός έτους, στερηθή ο τόπος τους πόρους, των οποίων έχει ανάγκην διά να ασφαλίση την δημοσίαν υπηρεσίαν και αν ως εκ τούτου υπαναβυσθή εις την αναρχίαν, τα συμφέροντα των δανειστών των 60 εκ, θέλουσιν πάθει.»   

Την 1η Μαΐου, οι Μεγάλες Δυνάμεις συζήτησαν το θέμα στη Διάσκεψη του Λονδίνου. Η Διάσκεψη του Λονδίνου κατέληξε την 5η Ιουλίου, με την απόφαση ότι η Ελλάδα έπρεπε να καταβάλλει 3,7 εκ φράγκα το χρόνο για την κάλυψη του δανείου και ορίστηκαν μάλιστα συγκεκριμένα έσοδα του κράτους για την τακτική του εξόφληση. Επίσης, εγκαταστάθηκαν τρεις πρεσβευτές στην Αθήνα, ένας από κάθε Μεγάλη Δύναμη , θα επέβλεπαν την τήρηση των συμφωνηθέντων και ορίστηκε ένας εκπρόσωπος του οίκου Ρόσχιλδ, ο οποίος θα εισέπραττε ο ίδιος τα χρέη στην Αθήνα. 

Μετά από τις ασφυκτικές πιέσεις των προστάτιδων δυνάμεων προς τον Όθωνα και την κυβέρνησή του αναγκάστηκε και υπέγραψε το μνημόνιο στις 2 Σεπτεμβρίου 1843, το οποίο συνέταξαν οι τρεις πρεσβευτές για τα οικονομικά του κράτους.

 Το μνημόνιο υποχρέωνε την Ελλάδα να λάβει τα εξής μέτρα: 1) Απόλυση του 1/3 των δημοσίων υπαλλήλων και μείωση 20% των μισθών όσων παρέμειναν, 2) Σταμάτημα χορήγησης συντάξεων, που τότε δεν δίνονταν στο σύνολο του πληθυσμού αλλά σε ειδικές κατηγορίες, 3) Μείωση κατά 60% των στρατιωτικών δαπανών, δραστική μείωση  του αριθμού των ενστόλων και αντί για μισθό στους στρατιωτικούς δίνονταν χωράφια, 4) Επιβολή προκαταβολής  στην είσπραξη του φόρου εισοδήματος και της δεκάτης ο οποίος ήταν φόρος για την αγροτική παραγωγή, 5) Αύξηση δασμών και φόρων χαρτοσήμου, 6) Απόλυση όλων των μηχανικών του Δημοσίου και τερματισμός όλων των δημοσίων έργων, 7) Κατάργηση όλων των υγειονομικών υπηρεσιών του κράτους, 8) Απόλυση όλων των υπαλλήλων του εθνικού τυπογραφείου, όλοι οι δασονόμοι, οι δασικοί υπάλληλοι και οι μισοί καθηγητές πανεπιστημίου, 9) Κατάργηση όλων των διπλωματικών αποστολών στο εξωτερικό, 10) Νομιμοποίηση όλων των αυθαιρέτων κτισμάτων και των καταπατημένων ¨εθνικών γαιών¨ με την πληρωμή των προστίμων νομιμοποίησης και 11) Περαίωση όλων των εκκρεμών φορολογικών υποθέσεων με την καταβολή εφάπαξ ποσού.

 Το δάνειο το 1832, η πτώχευση-μνημόνιο του 1843 και η επανάσταση της 3ης Σεπτέμβρη, είναι αλληλένδετα γεγονότα.Το μνημόνιο και η αναγγελία του ήταν η αφορμή για την έκρηξη της επανάστασης.

Η Ελλάδα από το 1843 που είχε κηρύξει στάση πληρωμών μέχρι το 1870 ήταν αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές. Η οριστική απεμπλοκή, από το Μνημόνιο του 1843, έγινε τελικά το 1932, 100 χρόνια μετά, όταν και δόθηκαν 38.000 χρυσά φράγκα, από την κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου, ως τελευταία δόση του δανείου του 1832, το οποίο όμως δάνειο το είχαμε λάβει σε χάρτινα φράγκα.

Βλέπουμε, λοιπόν, από αυτή τη σύντομη περιγραφή, του Μνημονίου του 1843, ότι η Ιστορία στον Τόπο μας, κάνει «κύκλους» και  επαναλαμβάνεται στην ουσία ως ένα είδος φάρσας. 

Οι ομοιότητες στα μέτρα που ελήφθησαν, τότε, με τα μέτρα που λαμβάνονται σήμερα, ακόμη και ο έλεγχος που ασκούσαν, οι 3 εκπρόσωποι των Μεγάλων Δυνάμεων, στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού, ως και του σημείου, του αποκλεισμού της Χώρας από τις διεθνείς αγορές, είναι τρομακτικές αλλά την ίδια στιγμή δεν μπορεί να είναι και τυχαίες.

Οφείλουμε, να μελετάμε την Ιστορία μας, να την έχουμε, ως «φάρο», για να αποφύγουμε ανάλογες στιγμές και περιπέτειες στο μέλλον.