Εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ
Στην τακτική της λατινικής νοµικής λογικής «do ut des», δηλαδή της ανταλλαγής, φαίνεται ότι έχουν καταλήξει, κατά τις συνοµιλίες που είχαν, η Γερµανίδα καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, και ο Ελληνας πρωθυπουργός, Αλ. Τσίπρας. Το περιεχόµενο αυτής της ανταλλαγής περιλαµβάνει δύο κρίσιµα για την κάθε πλευρά θέµατα. Τη µεν Γερµανίδα καγκελάριο την «καίει» το µεταναστευτικό πρόβληµα, τον δε Ελληνα πρωθυπουργό το χρέος, η ελάφρυνσή του και οτιδήποτε έχει να κάνει µε το οικονοµικό πρόβληµα της Ελλάδας. Ετσι, σύµφωνα µε πληροφορίες, κατά τις συζητήσεις που είχαν προσφάτως Μέρκελ και Τσίπρας κατέληξαν σε µια µυστική συµφωνία, κατά την οποία από την πλευρά της η µεν Γερµανίδα καγκελάριος θα αναλάβει την υποχρέωση να παρέµβει στον καθοδηγούντα και επηρεάζοντα, στο οικονοµικό κοµµάτι, τους θεσµούς Γερµανό υπουργό Οικονοµικών, Βόλφγκανγκ Σόιµπλε, ώστε να διευκολυνθεί το κλείσιµο της αξιολόγησης, να µην υπάρξουν περαιτέρω αντιδράσεις από τη γερµανική πλευρά στον χριστουγεννιάτικο «µποναµά» του Αλ. Τσίπρα προς τους συνταξιούχους και να προχωρήσουν τα βραχυπρόθεσµα µέτρα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Ο δε Αλέξης Τσίπρας, από τη δική του πλευρά, θα αναλάβει την υποχρέωση να σταµατήσει οπωσδήποτε µεταναστευτικές ροές από τη χώρα µας προς τη Γερµανία. Εν πάση περιπτώσει, µέχρι τις προσεχείς γερµανικές εκλογές, δεδοµένου ότι η Α. Μέρκελ µπορεί να επανεξελέγη στην ηγεσία του Χριστιανοδηµοκρατικού Κόµµατος, όµως δεν είναι αντίστχη η δηµοφιλία της σε ολόκληρο τον γερµανικό λαό, η οποία µάλιστα πλήττεται µετά και τα πρόσφατα τραγικά γεγονότα του Βερολίνου.
Πράγµατι, η κ. Μέρκελ ευθύς εξ αρχής είχε γίνει στόχος επικρίσεων για την ανοιχτή στάση της στο Μεταναστευτικό και οι επικρίσεις αυτές ήταν φυσικό να ενταθούν στον γερµανικό λαό, όταν άρχισαν να αυξάνονται τα κρούσµατα βίας στη Γερµανία από µετανάστες. Από την άλλη πλευρά, πέραν των κρουσµάτων βίας ή άλλων εγκληµατικών ενεργειών, η Γερµανία είναι στόχος του ισλαµικού φονταµενταλισµού και των τζιχαντιστών, µε αποκορύφωµα το συµβάν στο Βερολίνο µε το φορτηγό. Καθώς, δε, την ανάληψη της ευθύνης τη δηµοσιοποίησε το ISIS, είναι λογικό κατηγορίες κατά της καγκελαρίου να αποκτούν συγκεκριµένη βάση, υπό τον φόβο µάλιστα ανεξέλεγκτων τροµοκρατικών ενεργειών, πίσω από τις οποίες µπορεί να κρύβονται µέλη του «Ισλαµικού Κράτους», τα οποία εισήλθαν στη Γερµανία ως απλοί µετανάστες ή πολιτικοί πρόσφυγες. Στο πλαίσιο αυτής της διευκόλυνσης της Α. Μέρκελ, από ελληνικής πλευράς δεν θα πρέπει να θεωρείται άσχετο το γεγονός ότι, ενώ υπήρξε αντίδραση από το Βερολίνο, µε δηλώσεις µάλιστα και του Β. Σόιµπλε, όσον αφορά τον χριστουγεννιάτικο «µποναµά» του Αλ. Τσίπρα προς τους χαµηλοσυνταξιούχους, στη συνέχεια ζητήθηκε µόνο µια έγγραφη δήλωση ότι η συγκεκριµένη παροχή έχει τον χαρακτήρα εφάπαξ. Αντιστοίχως όµως δεν υπήρξε αντίδραση για τη µείωση του ΦΠΑ στα νησιά, δεδοµένου µάλιστα ότι αυτά του Ανατολικού Αιγαίου είναι ο προορισµός των µεταναστευτικών ροών – για τις οποίες φοβάται η Α. Μέρκελ ότι κάπα στιγµή µπορεί να κατευθυνθούν προς τον βορρά και τη χώρα της, που θεωρείται κονοµικός παράδεισος από τους λαούς της Μέσης Ανατολής.
Από τη δική του πλευρά, ο Αλέξης Τσίπρας «καίγεται» για την ελάφρυνση του χρέους µέσω των ανασταλθέντων βραχυπρόθεσµων µέτρων, µετά την κυβερνητική απόφαση χορήγησης του επιδόµατος (το οποίο, στο εσωτερικό, για ευνόητους λόγους, βαπτίστηκε «13ος µισθός»). Κι αυτό διότι, µε τις συνθήκες που επικρατούν να ακυρώνουν την αποκλειστική δυνατότητά του για τον χρόνο των εκλογών, η επικνωνιακή τακτική του Αλ. Τσίπρα επιβάλλει, µετά τον «µποναµά», να µπορεί να περιλάβει στο δικό του success story την ελάφρυνση του χρέους. Η εξέλιξη αυτή, πάντως, θυµίζει κατά πολύ τα όσα είχαν συµβεί τον περασµένο Μάιο, όταν η Γερµανία είχε δείξει και πάλι ευελιξία στις οικονοµικές υποχρεώσεις της Ελλάδας, προκειµένου να βοηθήσει τη χώρα να διαχειριστεί τα βάρη από την αυξανόµενη προσφυγική ροή. Τότε είχε κλείσει γρήγορα η πρώτη αξιολόγηση, µε την κυβέρνηση να αναλαµβάνει την υποχρέωση δηµιουργίας κέντρων υποδοχής (hot spots) προσφύγων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και εν συνεχεία στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Εκείνο που έχει ενδιαφέρον όσον αφορά την ελληνική κρίση και τις σχέσεις της χώρας µας µε τον ισχυρότερο παράγοντα της Ε.Ε., τη Γερµανία, είναι ο διαχρονικός και σταθερός ρόλος της κ. Μέρκελ, ανεξαρτήτως των ελληνικών κυβερνήσεων, οποίες την τελευταία επταετία έρχονται και παρέρχονται. Λόγου χάρη, περί τα τέλη της διακυβέρνησης Σαµαρά και όταν το Βερολίνο ήταν βέβαιο ότι η επερχόµενη κυβέρνηση θα ήταν του ΣΥΡΙΖΑ, τα γερµανικά Μέσα χαρακτήριζαν τις συναντήσεις Μέρκελ-Σαµαρά «χωρίς απτά αποτελέσµατα». Καθίστατο, δε, σαφές ότι η Γερµανίδα καγκελάριος εκφραζόταν µε συγκρατηµένη αισιοδοξία για την πορεία της ελληνικής οικονοµίας, ενώ η ίδια απέφευγε να δεσµευθεί δηµοσίως σχετικώς µε τα αιτήµατα που της υπέβαλλε ο Ελληνας τότε πρωθυπουργός. Βεβαίως, την εποχή εκείνη η Ελλάδα δεν είχε τίποτε το ανταλλάξιµο, που θα συνέφερε τη Γερµανίδα καγκελάριο, όπως είναι σήµερα ο φόβος της αύξησης των µεταναστευτικών ροών προς τη Γερµανία.
Απλώς, ο Αντ. Σαµαράς εσφαλµένως είχε νοµίσει ότι η Α. Μέρκελ θα ικανοπείτο µε την πρόθεση του Ελληνα πρωθυπουργού να φύγει το ∆ΝΤ από το ελληνικό πρόγραµµα, που κάθε άλλο ήθελε η καγκελάριος! Αλλά και στην περίπτωση του µεταβατικού πρωθυπουργού, Λουκά Παπαδήµου, η Α. Μέρκελ τού είχε επισηµάνει την ανάγκη να εφαρµοστούν στο ακέραιο όσα είχαν συµφωνηθεί και είχαν την υπογραφή του Γιώργου Παπανδρέου, προκειµένου η Ελλάδα να λάβει τη δόση της εποχής εκείνης. Η, δε, πίεση προς την ελληνική πλευρά είχε να κάνει µε το «κούρεµα» των οµολόγων – το οποίο, ως γνωστόν, ελάφρυνε µεν το ελληνικό χρέος, αλλά έπληξε τα ασφαλιστικά ταµεία.