Μ ε όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά προσέρχεται στο τραπέζι των συζητήσεων του Eurogroup της Δευτέρας η ελληνική κυβέρνηση, καθώς οι εκπρόσωποι των θεσμών δεν φαίνεται να έχουν καταλήξει στο αν το ΔΝΤ θα συμπεριληφθεί στο ελληνικό πρόγραμμα μέχρι το 2018 ή θα επικρατήσει το πλέον δυσμενές για την κυβέρνηση σενάριο τετραετούς διάρκειας, δηλαδή μέχρι το 2020. Το Μέγαρο Μαξίμου εμφανίζεται κατηγορηματικό ότι δεν πρόκειται να φέρει νέα μέτρα, πέρα από αυτά που συμπεριλαμβάνονται στη συμφωνία της 12ης Ιουλίου του 2015, λέγοντας μάλιστα σε ιδιαίτερα υψηλούς τόνους ότι η ελληνική κοινωνία δεν αντέχει άλλο και επιμένοντας ότι ένα νέο Μνημόνιο θα επιβαρύνει την ήδη άσχημη κατάσταση στη χώρα.
 
Οπως γίνεται αντιληπτό, και σε αυτή τη διαπραγμάτευση ο ρόλος του ΔΝΤ είναι καθοριστικός, αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών, Β. Σόιμπλε, δεσμεύτηκε μέσα στο γερμανικό Κοινοβούλιο ότι λύση στο ελληνικό πρόγραμμα χωρίς τη χρηματοδότηση του Ταμείου δεν θα υπάρξει. Η ελληνική κυβέρνηση, από την πλευρά της, δεν επιθυμεί τη συμμετοχή του… κυρίου Τόμσεν στο ελληνικό πρόγραμμα, αφού γνωρίζει πολύ καλά ότι η λογική των τεχνοκρατών είναι η εφαρμογή ακόμα σκληρότερων μέτρων για την αντιμετώπιση οποιουδήποτε προβλήματος. Τα κυβερνητικά στελέχη έχουν αποφασίσει, ωστόσο, να μην εκφράσουν με δυναμικό τρόπο την άποψή τους, αφού έτσι και αλλιώς η εμπλοκή του ΔΝΤ -με τον έναν ή τον άλλο τρόπο- θεωρείται δεδομένη και άρα η όποια αντίδραση υπάρξει μόνο προβλήματα θα προκαλέσει για τις σχέσεις των δύο πλευρών. Οι συνεργάτες του Αλ. Τσίπρα και το οικονομικό επιτελείο ετοιμάζονται για όλα τα σενάρια, καθώς οι επόμενες ώρες θα είναι καθοριστικές για τη δρομολόγηση μιας λύσης.
 
Το πρώτο σενάριο
Με βάση, λοιπόν, αυτά τα δεδομένα οι πληροφορίες θέλουν ως επικρατέστερα δύο σενάρια. Το ένα μιλά για τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα μέχρι και τον Ιούλιο του 2018 -δηλαδή για ένα παράλληλο πρόγραμμα με αυτό της Ε.Ε.- οπότε και λήγει το τρίτο Μνημόνιο, που υπέγραψε με τους δανειστές η ελληνική κυβέρνηση το καλοκαίρι του 2015. Για να πάρει σάρκα και οστά το σενάριο αυτό πρέπει να έχει και τη σύμφωνη γνώμη της Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία επιθυμεί τη σταδιακή απομείωση του χρέους, ενώ παράλληλα ζητά χαμηλά πρωτογενή πλεονάσματα. Αυτό είναι, άλλωστε, και το σημείο τριβής ανάμεσα στο Ταμείο και στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που ζητούν 3,5% πρωτογενές πλεόνασμα για τα χρόνια μετά το 2018. Η κυβέρνηση επισήμως επιμένει ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα θα πρέπει να μειωθούν στο 2,5%, αλλά εσχάτως άρχισε να συζητά και το 3,5%, με τη λογική ότι έτσι θα αποφύγει τα χειρότερα (δηλαδή το τέταρτο Μνημόνιο) και ότι μετά την απόφαση του Μάριο Ντράγκι να βάλει την Ελλάδα στην ποσοτική χαλάρωση θα υπάρξει ανάπτυξη ικανή να μειώσει τα πρωτογενή πλεονάσματα. Φυσικά, ερώτημα παραμένει το πώς θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση το ενδεχόμενο να συναινέσει το Ταμείο στο 3,5% για μετά το 2018, ζητώντας όμως νέα μέτρα για να καλυφθεί. Και αυτό διότι το ΔΝΤ εκτιμά ότι τα υφιστάμενα μέτρα που έχει συμφωνήσει η ελληνική πλευρά με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς αρκούν μόνο για 1,5% πλεόνασμα και όχι για παραπάνω. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί πάντως το πρόβλημα αυτό, τις τελευταίες ώρες έχει πέσει στο τραπέζι των συζητήσεων η επέκταση του «κόφτη» έως το 2020.
 
Το δεύτερο σενάριο
Το δεύτερο σενάριο έχει να κάνει καθαρά με το τέταρτο Μνημόνιο και άρα με ενδεχόμενες πολιτικές εξελίξεις, αφού ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει κατηγορηματικά στα «ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ» ότι «για την κυβέρνηση δεν υπάρχει τέταρτο Μνημόνιο» και πως «αυτό υπάρχει μόνο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Ν.Δ.». Εάν, λοιπόν, το ΔΝΤ επιμείνει να επεκταθούν τα μέτρα μέχρι το 2020, προκειμένου να επιτευχθούν τα πρωτογενή πλεονάσματα (ακόμα και αν έχει αποφασιστεί η απομείωση του χρέους), ο πρωθυπουργός εμφανίζεται έτοιμος να κάνει την επόμενη πολιτική του κίνηση. Δηλαδή, να πάει τη χώρα σε εκλογές, ζητώντας στην πραγματικότητα από τους πολίτες να του δώσουν το «πράσινο φως» για να δεχθεί το νέο Μνημόνιο, ενώ παράλληλα θα προβάλει το επιχείρημα ότι κατάφερε να πετύχει την ελάφρυνση του χρέους. Στην περίπτωση αυτή, ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει τις εκλογές και τις κερδίσει η Ν.Δ., ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα βρεθεί με το «καλημέρα» αλυσοδεμένος με ένα νέο Μνημόνιο, που θα πρέπει να εφαρμόσει προκειμένου να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα μέχρι και το 2020. Τότε, ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορεί να επανέλθει την πολιτική ζωή του τόπου με το επιχείρημα ότι ναι μεν αναγκάστηκε να φέρει ένα Μνημόνιο, το οποίο όμως δρομολόγησε την απομείωση του χρέους, ενώ θα προβάλει ότι αρνήθηκε να φέρει νέα μέτρα που δεν θα βοηθούσαν σε τίποτα τη χώρα.
 
Τα σκληρά μέτρα που ζητά το ΔΝΤ
Πολιτικές εξελίξεις μπορεί να πυροδοτήσει η επιμονή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου να ζητά να ψηφιστούν «εδώ και τώρα», για να ισχύσουν τη διετία 2019-2020, μειώσεις στις συντάξεις και συρρίκνωση του αφορολόγητου ορίου. Αυτό υπογράμμισε χθες το απόγευμα υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης, προαναγγέλλοντας επί της ουσίας την πιθανότητα προσφυγής στις κάλπες, αν το Ταμείο επιμείνει στην αδιάλλακτη στάση του. «Νέα μείωση αφορολογήτου στις 5.000 με 6.000 ευρώ και περικοπές στις συντάξεις δεν θα δεχόταν καμία κυβέρνηση. Η δε πίεση αυτή προς την Αθήνα μπορεί να φέρει πολιτικές εξελίξεις. Και αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουν όλοι στο εσωτερικό, αλλά και στο εξωτερικό» ανέφερε χαρακτηριστικά. Το ίδιο στέλεχος είπε ότι οι δανειστές, προεξάρχοντος του ΔΝΤ, ζητούν τα συγκεκριμένα μέτρα ή να ψηφιστούν τώρα και να ισχύσουν τη διετία 2019-2020 ή να υπάρξει πολιτική δέσμευση όλων των κομμάτων. Οπως πρόσθεσε, αυτό είναι «αντιδημοκρατικό» και «ανέντιμο», υπό το πρίσμα ότι το 2019 είναι μία εκλογική χρονιά και ως εκ τούτου κανείς δεν μπορεί να δεσμεύσει από τώρα την τότε κυβέρνηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κυβερνητικό στέλεχος προσδιόρισε πως το «πακέτο» των συγκεκριμένων μέτρων ανέρχεται στα 4,2 δισ. ευρώ. Επανέλαβε, δε, ότι « η κυβέρνηση δεν θα δεχθεί να νομοθετήσει αυτά τα μέτρα». Τέλος, εκτίμησε ότι είναι εξαιρετικά πιθανό να συνεδριάσει εκ νέου εκτάκτως το Eurogroup στις 18 με 20 Δεκεμβρίου προκειμένου να προκύψει συμφωνία με τους δανειστές για τη δεύτερη αξιολόγηση.