Εργασιακά, επιδόματα, πλαστικό χρήματα και «ακατάσχετος» επαγγελματικός λογαριασμός είναι μερικά από τα θέματα που θα εξετάσουν και θα τεθούν επί τάπητος την Πέμπτη, κατά την πρώτη κρίσιμη τηλεδιάσκεψη κυβέρνησης και θεσμών για την β’ αξιολόγηση.
Οι επόμενες κινήσεις και ελιγμοί της κυβέρνησης θα κρίνουν σε μεγάλο βαθμό το μέλλον των εργασιακών σχέσεων στην Ελλάδα, με τους δανειστές και τους θεσμούς να επιστρέφουν στη χώρα το επόμενο διάστημα με διάθεση για πίεση προκειμένου να περάσουν τις απαιτήσεις και την γραμμή τους στην Αθήνα.
Την προσεχή Δευτέρα 14 Νοεμβρίου οι επικεφαλής των θεσμών θα καταφτάσουν στην Αθήνα για τα πιο κρίσιμα "τετ-α-τετ". Όπως αναφέρει το protothema.gr έως τις 21 του μηνός θα ξεκαθαρίσει εν πολλοίς:
- αν θα επικρατήσουν οι ακραίες απόψεις των δανειστών για αύξηση των ομαδικών απολύσεων και πιο "ελαστικές" σχέσεις εργασίας, ή αν θα αποδεχτούν την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
- αν θα επιμείνουν σε κατάργηση σειράς επιδομάτων Πρόνοιας αλλά και ειδικών φοροαπαλλαγών, που θα μειωθούν ή θα αντικατασταθούν από το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης.
- τι θα ισχύσει τελικώς για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, τον εξωδικαστικό συμβιβασμό, τον «ακατάσχετο» επαγγελματικό λογαριασμό, το «πλαστικό χρήμα» και το νέο σύστημα συλλογής αποδείξεων.
Στην κυβέρνηση βάζουν έτσι «πλώρη» για την 28η Νοεμβρίου, με στόχο μια «τεχνική συμφωνία» στο EuroWorking Group της ημέρας αυτής, που να στέλνει σήμα προόδου των διαπραγματεύσεων.
Εάν αυτό επιτευχθεί τότε τις ημέρες που θα απομένουν έως το Eurogroup της 5ης Δεκεμβρίου οι δύο πλευρές θα κλείσουν και τις τελευταίες λεπτομέρειες.
Την ίδια ώρα όμως, το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, στην πρώτη εξαμηνιαία έκθεσή του, αμφισβητεί ότι η υπεραπόδοση στα έσοδα θα διατηρηθεί ως το τέλος του έτους, επικρίνει την υπερφορολόγηση και δεν συμμερίζεται τις κυβερνητικές προσδοκίες περί ισχυρής ανάπτυξης το 2017. Οπως αναφέρει το Συμβούλιο, ο φετινός στόχος των εσόδων θα επιτευχθεί, αλλά για το 2017 «υπάρχουν επιφυλάξεις τόσο για το ύψος της ανόδου του ΑΕΠ και της ιδιωτικής κατανάλωσης, όσο και για την άνοδο των τιμών και της απασχόλησης».