Μεγαλύτερο έλλειμμα για το 2015 αλλά και υψηλότερο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ για το 2015 εντοπίζει η Ελληνική Στατιστική Αρχή αναθεωρώντας τις εκτιμήσεις που είχε κάνει τον περασμένο Απρίλιο. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν, το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώθηκε στο 177,4% του ΑΕΠ ενώ τον περασμένο Απρίλιο είχε εκτιμηθεί στο 176,9%.
Επίσης, το πρωτογενές έλλειμμα του 2015 ως ποσοστό του ΑΕΠ αναθεωρήθηκε στο -7,5% έναντι -7,2% που ήταν η εκτίμηση του περασμένου Απριλίου.
Οι αναθεωρήσεις στο έλλειμμα των ετών 2013 και 2015 καθώς και οι αναθεωρήσεις του χρέους για την τριετία 2013-2015 οφείλονται σε επικαιροποιημένα στοιχεία, σε μεθοδολογικές αλλαγές αλλά και στην ταξινόμηση ειδικών συναλλαγών καθώς και στην επίδραση της αναθεώρησης του ΑΕΠ, αναφέρει στη σχετική ανακοίνωση η ΕΛΣΤΑΤ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το πρωτογενές έλλειμμα που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ υπολογίζεται με διαφορετικό τρόπο σε σχέση με το πρωτογενές αποτέλεσμα που λαμβάνεται υπόψη προκειμένου να προκύπτει αν εκπληρώνονται ή όχι οι στόχοι του μνημονίου.
Κατά τη μέτρηση του πρωτογενούς ισοζυγίου στο πλαίσιο του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής, μια σειρά από δαπάνες και έσοδα αντιμετωπίζονται διαφορετικά από ότι αντιμετωπίζονται κατά την κατάρτιση των δημοσιονομικών στοιχείων για τους σκοπούς της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.
Τα στοιχεία που αντιμετωπίζονται διαφορετικά, περιλαμβάνουν τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις περιουσιακών στοιχείων, συναλλαγές για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών και τα έσοδα από μεταφορές ποσών που συνδέονται με εισοδήματα των εθνικών κεντρικών τραπεζών της Ευρωζώνης, τα οποία προέρχονται από την κατοχή ελληνικών κρατικών ομολόγων στα επενδυτικά τους χαρτοφυλάκια.
Μόνο η δαπάνη του 2015 για την ενίσχυση των τραπεζών, ανέρχεται στα 7,171 δισ. ευρώ όταν το πρωτογενές έλλειμμα με βάση τη μεθοδολογία της ΕΛΣΤΑΤ, διαμορφώνεται στα 6,912 δισ. ευρώ.