του Νίκου Σίμου - Εφημερίδα Παραπολιτικά

H περίοδος ανοχής του Κώστα Καραμανλή απέναντι στην κυβέρνηση έχει, καθ’ όλες τις ενδείξεις, ολοκληρωθεί. Κι αυτό διότι, παρά τη σιωπή του, ο πρώην πρωθυπουργός έχει επιρροή και σε πολιτικό επίπεδο και σε τμήμα της κοινωνίας, προς την οποία στενοί συνεργάτες και συνομιλητές του διοχετεύουν τις σχετικές απόψεις του.

Από μια ρεαλιστική πολιτική σκοπιά, η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν τη δική του πρωθυπουργική εμπειρία, ο Κώστας Καραμανλής θεωρεί ότι συνήθως δεν είναι αναστρέψιμες οι συνθήκες κατά τις οποίες μια κυβέρνηση αρχίζει να «παίρνει την κατηφόρα». Με άλλα λόγια, ενθυμούμενος τους τελευταίους μήνες της κυβερνητικής θητείας του, εκτιμά ότι όχι μόνον η περισσότερο -σε σχέση με τη δική του περίοδο- εξοργισμένη κοινωνία, αλλά και η γενική αίσθηση σήμερα του κυβερνητικού αυταρχισμού και ενός σκανδαλώδους φαβοριτισμού -όπως η περίπτωση Καλογρίτσα λ.χ.- έχουν δημιουργήσει μια συγκεκριμένη εντύπωση στον λαό. Εντύπωση που αργά ή γρήγορα θα έχει τις επιπτώσεις της στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όταν καταστεί και λαϊκή συνείδηση.

Στο ίδιο πλαίσιο εκτιμήσεων, ο Κώστας Καραμανλής θεωρεί ότι η ζημιά στον Αλέξη Τσίπρα και στην κυβέρνησή του δεν θα προέλθει από διαρροές βουλευτών του ή από κυβερνητικό πρόβλημα που θα του προκαλέσουν οι ΑΝ.ΕΛ.

Οι πρώτοι δεν θέλουν σε καμία περίπτωση -ακόμη και οι έχοντες ιδεολογικής φύσεως αντιρρήσεις- να ρίξουν την κυβέρνηση και, σε συνθήκες έντονης οικονομικής κρίσης, να θέσουν εν κινδύνω την επαγγελματική τους επιβίωση. Για τους δεύτερους ισχύει ό,τι περίπου και για τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, υπό την έννοια ότι το προσωπικό τους μέλλον καθίσταται άδηλο σε περιπτώσεις ειδικά αιφνίδιων εκλογικών αναμετρήσεων.

Ως προς τον Πάνο Καμμένο, μπορεί να ισχύει η προοπτική της κάλυψης από αυτόν ενός σαφούς κενού στα δεξιά της Ν.Δ., βάζοντας τέλος ταυτόχρονα στην εντύπωση ότι «έβαλε πλάτη» σε ένα νέο Μνημόνιο, όμως φαίνεται να υπολογίζει, πρώτον, το στίγμα ότι θα έχει ρίξει την κυβέρνηση -από εκεί που έλεγε ότι αυτή θα μείνει μέχρι το 2030- και, δεύτερον, το ρίσκο, με όσα δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, να έχει συμβάλει το κόμμα του στην επίσπευση των εκλογών. Μετά όμως από μια εκλογική πρωτοβουλία που θα προέρχεται από τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα, ο δρόμος των επιλογών για τον κ. Καμμένο θα είναι πιο ελεύθερος.

Η αντοχή της κυβέρνησης, κατά τον Κώστα Καραμανλή, δεν πρόκειται να εξαντληθεί αμέσως, λ.χ. το προσεχές τρίμηνο, παρά το ότι θα έχει εξαντληθεί ακόμη περισσότερο η κοινωνία. Ομως η κάλυψη ενός ακόμη χρόνου διακυβέρνησης θα είναι μια πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση για τον Αλέξη Τσίπρα και την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.

Ενας πρόσθετος λόγος για την εξάντληση των αντοχών του Αλέξη Τσίπρα είναι, εκτός από τις εσωτερικές πιέσεις, που θα διογκώνονται για λόγους που προαναφέρθηκαν, και οι εξωτερικές. Πιέσεις που θα αποβλέπουν στο να διεκδικήσουν οι έξω περισσότερα από τη στιγμή που είδαν ότι ο Αλέξης Τσίπρας είναι πρόθυμος να ικανοποιήσει ό,τι του ζητούν, εκμεταλλευόμενοι την οικονομική ένδεια της Ελλάδας, αλλά και τις έντονες δανειακές ανάγκες της. Εκτός αυτού, η σταδιακή άρση της εμπιστοσύνης προς τον Αλέξη Τσίπρα είναι το αποτέλεσμα της αδυναμίας του να εξασφαλίσει κοινωνική σταθερότητα, που είναι απαραίτητη για να προωθήσουν οι Ευρωπαίοι τα όποια επενδυτικά τους σχέδια, έστω και σε βάρος της πραγματικής αξίας της εθνικής περιουσίας.

Τα «όχι» που... ακουμπούν τη Ν.Δ.

Οι δυσμενείς συνθήκες για την κυβέρνηση είναι αντιστοίχως θετικές για τη Νέα Δημοκρατία και τον σημερινό αρχηγό της, όπως πιστεύει ο Κώστας Καραμανλής, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Προϋποθέσεις που έχουν να κάνουν αφενός με το αν τείνει ευήκοον ους ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε λογικές εισηγήσεις και αφετέρου με τα ανοίγματα της Ν.Δ. και τον τρόπο που θα επιχειρηθεί αυτά να γίνουν.

Λόγου χάριν, εισηγήσεις για εξώθηση της κυβέρνησης σε εκλογές, στην παρούσα φάση, δεν είναι βέβαιο ότι διέπονται από ρεαλισμό. Οπως και για περικοπές σε επιβαρύνσεις που έχουν ως προϋπόθεση την οικονομική ανάπτυξη - κανένας όμως δεν λέει πώς αυτή θα επιτευχθεί.

Οσον αφορά στα ανοίγματα σε άλλους πολιτικούς χώρους, η άποψη Καραμανλή -ο οποίος επί δικής του αρχηγίας είχε κάνει επιτυχή ανοίγματα στον λεγόμενο μεσαίο χώρο- έχει δύο πτυχές: Πρώτον, ότι ο δεξιός χώρος δεν πρέπει να μείνει απορφανισμένος ή στα χέρια της Χρυσής Αυγής και των ΑΝ.ΕΛ., καθώς από παλαιούς ψηφοφόρους της Ν.Δ. τα δύο αυτά κόμματα άντλησαν τα ποσοστά τους. Με άλλα λόγια, ανοίγματα προς το Κέντρο δεν πρέπει να αφήσουν κενό στα δεξιά της Νέας Δημοκρατίας, που θα μπορούσαν να καλύψουν είτε τα δύο προαναφερθέντα κόμματα είτε κάποια νέα κομματική πρωτοβουλία –αν και οι περιπτώσεις Καρατζαφέρη - Μπαλτάκου και Φαήλου Κρανιδιώτη δεν φαίνεται να προχωρούν.

Η δεύτερη πτυχή των ανοιγμάτων και ειδικότερα προς τον χώρο του Κέντρου αφορά πρόσωπα. Κατά τον Κώστα Καραμανλή, ευπρόσδεκτα να εμπλουτίσουν το πολιτικό στελεχιακό δυναμικό της Ν.Δ. είναι τα έμπειρα στελέχη άλλων κομμάτων ή πρόσωπα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που πρόσκεινται στα κόμματα αυτά, όπως λ.χ. στο ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι. Οχι όμως προβεβλημένα πολιτικά στελέχη, όπως λ.χ. ο Σταύρος Θεοδωράκης, ή πρώην υπουργοί του εκσυγχρονιστικού μπλοκ, όπως ο κ. Χρυσοχοΐδης ή η κ. Διαμαντοπούλου, που συνδέονται με τα συνολικώς αρνητικά πεπραγμένα συγκεκριμένης κυβέρνησης. Αλλωστε, τόσο τη σχετική συλλογιστική του όσο και τις σχετικές αντιρρήσεις του στο θέμα αυτό τις έχει καταστήσει γνωστές στον Κυριάκο Μητσοτάκη ο Κώστας Καραμανλής.