Η Τράπεζα της Ελλάδος δημοσίευσε σήμερα μια λεπτομερής καταγραφή και ανάλυση των γεγονότων που καθόρισαν την πορεία της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος από το 2010 έως και το 2015. Η ίδια προβλέπει περαιτέρω αύξηση των κόκκινων δανείων (μη εξυπηρετούμενων δανείων) για φέτος.

Στην έκθεση με τίτλο «Επισκόπηση του Χρηματοπιστωτικού συστήματος» η ΤτΕ μελετά μεταξύ άλλων την επόμενη μέρα για τις τράπεζες μετά την «επούλωση» της πληγής των κόκκινων δανείων (η οποία θα πρέπει να γίνει σταδιακά) και της συμμετοχής στο QE(πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης) της ΕΚΤ, καθώς και τις προοπτικές τους. Παράλληλα στην έκθεση αναλύεται η θέση της ΤτΕ σχετικά με τα capital controls και ο τρόπος παρέμβασής της.

Αυτό που υπογραμμίζεται από τα στοιχεία α’ τριμήνου του 2016 είναι η αναγκαιότητα αντιμετώπισης του προβλήματος των κόκκινων δανείων καθώς στο Α τρίμηνο φέτος ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων προς το σύνολο αυξήθηκε και διαμορφώθηκε στο 45,1%.  Ανά κατηγορία, ο δείκτης για τα καταναλωτικά δάνεια διαμορφώθηκε στο 55,2%, για τα επιχειρηματικά στο 44,6% και για τα στεγαστικά βρίσκεται πλέον στο 42%. Στην Έκθεση γίνεται η εκτίμηση ότι το πιστοδοτικό κενό (credit gap) για το σύνολο της οικονομίας ξεπερνά τα 34,5 δισ. ευρώ.

Παράλληλα όμως γίνεται μία προβολή των γενικών τάσεων αυτής της ανάλυσης μέσα στο 2016 και επισημαίνεται ότι η απόφαση της ΕΚΤ για την επανένταξη των ελληνικών κρατικών ομολόγων στις αποδεκτές από το Ευρωσύστημα εξασφαλίσεις (waiver) επιτρέπει την πιο φθηνή χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από την ΕΚΤ.

Υπογραμμίζεται μάλιστα ότι η εξέλιξη αυτή αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στα προγράμματα της ΕΚΤ αλλά σε συνάρτηση με την πρόοδο που θα γίνει όσο αφορά στην βελτίωση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Εφ' όσον η συμμετοχή διασφαλισθεί οι συνθήκες ρευστότητας θα βελτιωθούν και θα μειωθεί η εξάρτησή τους από την χρηματοδότηση του Ευρωσυστήματος, κάτι που μπορεί να επηρεάσει πολύ θετικά το εγχώριο τραπεζικό σύστημα ειδικά αν υπάρξει διεύρυνση των περιουσιακών στοιχείων (τίτλων) που θα μπορούν να αγορασθούν από την ΕΚΤ.

Στο ειδικό θέμα για τα κόκκινα δάνεια υπογραμμίζεται η ενεργοποίηση θεσμικών παρεμβάσεων για την δημιουργία μιας δευτερογενούς αγοράς κόκκινων και μή δανείωνπου εφ' όσον δρομολογηθεί θα αλλάξει συνολικά την κατάσταση δημιουργώντας νέους όρους στο πλαίσιο δανεισμού και εξυπηρέτησης του ιδιωτικού χρέους. 

Πως θα επιλυθεί το θέμα των capital controls

Κεντρική επιδίωξη, σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα είναι η εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής προκειμένου να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των καταθετών αλλά και να ενταχθούν τα ελληνικά ομόλογα στο QE της ΕΚΤ ώστε να αυξηθεί η ρευστότητα και παράλληλα να μειωθεί το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζικών ιδρυμάτων.

Όπως αναφέρει, μεταξύ άλλων η ΤτΕ: “…Kύριοι παράμετροι για την άρση των κεφαλαιακών περιορισμών αποτελούν η εφαρμογή των μέτρων που προβλέπει το Ελληνικό πρόγραμμα, γεγονός που θα επιτρέψει την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταθετών, επιταχύνοντας την επιστροφή των καταθέσεών τους καθώς και η συμμετοχή των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ. (…)

Σημαντική παράμετρο για την περαιτέρω χαλάρωση των υφιστάμενων περιορισμών αποτελεί μεταξύ άλλων η αποτελεσματική διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που θα διευκολύνει τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα, στηρίζοντας τις κερδοφόρες και ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.

Επίσης η επαναφορά της επιλεξιμότητας των ελληνικών ομολόγων από την ΕΚΤ, θα συμβάλει στην αύξηση της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών, μειώνοντας το κόστος χρηματοδότησής τους και την εξάρτησή τους από τον Έκτακτο Μηχανισμό Ρευστότητας (ELA). (…) …η πλήρης άρση τους θα πρέπει να γίνει σταδιακά, με σταθερά βήματα και εφόσον έχουν δημιουργηθεί οι κατάλληλες συνθήκες μακροοικονομικής και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των καταθετών και των επενδυτών στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.”

Οι τέσσερις βασικοί κίνδυνοι για τις τράπεζες

Η Τράπεζα της Ελλάδος υπερτονίζει τις «παγίδες» που κρύβονται για τον τραπεζικό κλάδο, ο οποίος παρά την σχετικά βελτιωμένη κεφαλαιακή επάρκεια του μετά και την πρόσφατη ανακεφαλαιοποίηση είναι κάθε άλλο παρά ασφαλής. Ειδικότερα, οι αναλυτές της ΤτΕ προτάσσουν τους εξής τέσσερις κινδύνους:

Μακροοικονομικές συνθήκες: Οι εν λόγω συνθήκες είναι λιγότερο ευνοϊκές απ' ότι αναμενόταν, ως εκ τούτου οι τράπεζες οφείλουν να προσαρμόσουν περαιτέρω τα επιχειρηματικά τους μοντέλα, με άμεσο στόχο να αντιμετωπίσουν τις συνεχιζόμενες υποτονικές οικονομικές συνθήκες καθώς και το περιβάλλον των ιστορικά χαμηλών επιτοκίων.

Θεσμικό Πλαίσιο αφερεγγυότητας: Η μεταρρύθμιση του εν λόγω πλαισίου δεν φαίνεται να αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα αναφορικά με την αντιμετώπιση των επονομαζόμενων μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), οπότε θα επηρεαστεί η ικανότητα των τραπεζών να επεκτείνουν τις πιστώσεις τους προς την πραγματική οικονομία. 

Αυξημένη η κίνηση του «πλαστικού» χρήματος

Στην Έκθεση γίνεται αναφορά στα χρήματα που διακινούνται μέσω καρτών. Συγκεκριμένα στα 53,2 δισ. ευρώ ανήλθε το ποσό που διακινήθηκε το 2015 με αυτόν τον τρόπο, αυξημένο κατά 12% σε σχέση με έναν χρόνο πριν.

Σε ετήσια βάση, το 2015 διενεργήθηκαν 381,2 εκατ. συναλλαγές καρτών, καταγράφοντας αύξηση κατά 33% σε σχέση με το 2014. Μόνο το β΄ εξάμηνο του 2015 ο συνολικός αριθμός συναλλαγών που διενεργήθηκαν με κάρτες αυξήθηκε κατά 59%, ενώ η συνολική αξία αυξήθηκε κατά 12%.

Περαιτέρω, ο μέσος αριθμός συναλλαγών ανά κάρτα το β΄ εξάμηνο ανήλθε σε 16 συναλλαγές, αυξημένος κατά 33,3% σε σχέση με το α΄ εξάμηνο.

Οι χρεωστικές κάρτες κατέχουν πρωτεύοντα ρόλο ως υποκατάστατο των μετρητών, με το μέσο αριθμό συναλλαγών ανά χρεωστική κάρτα να ανέρχεται σε 17 συναλλαγές, από 12 το προηγούμενο εξάμηνο, αυξημένος κατά 41,7%.

Ο συνολικός αριθμός συναλλαγών με χρεωστικές κάρτες αυξήθηκε κατά 71% ενώ η αναλογούσα αξία κατά 14%.

Πιστοληπτική ικανότητα δανειοληπτών: Έχει καταστεί απόλυτα φανερό ότι υπάρχει επιδείνωση της πιστοληπτικής ικανότητας των δανειοληπτών, με αποτέλεσμα το χαρτοφυλάκιο χορηγήσεων των τραπεζών θα επηρεαστεί δυσμενώς, ενώ θα περιοριστεί και η ικανότητα των τραπεζών να καλύπτουν επαρκώς τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα από τις προβλέψεις.

 Ύφεση στην οικονομία: Πέραν πάσης αμφιβολίας εάν υπάρξει παράταση της ύφεσης στην οικονομία, αυτό θα επηρεάσει αγορές ακινήτων αλλά και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα τα νοικοκυριά δεν θα είναι πλέον σε θέση να εξυπηρετήσουν το χρέος τους στα ενυπόθηκα δάνεια που έχουν λάβει ακόμη και με την πώληση του ακινήτου τους, ενώ από την άλλη πλευρά, θα επηρεαστεί σημαντικά και η δυνατότητα των τραπεζών να ανακτήσουν τα οφειλόμενα ποσά μέσω ρευστοποίησης των ενυπόθηκων εξασφαλίσεών τους.