Ο Μίκης Θεοδωράκης πέθανε σε ηλικία 96 ετών, σκορπίζοντας θλίψη στο πανελλήνιο. Εκτός από μουσική ιδιοφυΐα που έγραψε ιστορία, ήταν και λάτρης του ποδοσφαίρου και δη του Ολυμπιακού, ομάδα για την οποία έχει δηλώσει: «Και κόμματα έχω αλλάξει και πολλά έχω αλλάξει και με κατηγορούν γι’ αυτό, αλλά τον Ολυμπιακό δεν τον αλλάζω».
Το 1935, δέκα ετών παιδάκι στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς – όπου είχε βρεθεί με μετάθεση ο περιπλανώμενος λόγω πολιτικών φρονημάτων δημόσιος υπάλληλος πατέρας του – αγοράζει την πρώτη του εφημερίδα.
Σε εκείνη την έκδοση υπήρχε μια φωτογραφία του Ολυμπιακού με τους πέντε Ανδριανόπουλους, τα αδέλφια, και τους Βάζο, Συμεωνίδη και άλλους παίκτες που φορούσαν την κόκκινη φανέλα.
Ο λιλιπούτειος αναγνώστης της εφημερίδας ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης και από εκείνη την ημέρα η σχέση του με τον πειραϊκό Σύνδεσμο και το ποδόσφαιρο έγινε βαθιά και ισχυρή. Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης αγάπησε τη στρογγυλή θεά πριν ενσωματωθούν στην ποδοσφαιρική διάλεκτο οι λέξεις μπακ, χαφ, σέντερ φορ, σέντερ μπακ, λίμπερο, εξτρέμ, αναπληρωματικός. Εγινε οπαδός και φίλαθλος όταν οι παίκτες των ομάδων ήταν φύλακες, οπισθοφύλακες, εμπροσθοφύλακες και έφεδροι.
«Σπάνια στη ζωή μου υπήρξα τόσο συγκινημένος και ευτυχής» είχε δηλώσει ο Μίκης Θεοδωράκης, υπογραμμίζοντας την «αλησμόνητη χαρά που μου χάρισε η γνωριμία και επαφή μου με τους μύθους και τα είδωλα της νιότης μου και όχι μόνο».
Η βραδιά προς τιμήν του
Στις 19 Δεκεμβρίου 2003, περισσότεροι από 50 διεθνείς ποδοσφαιριστές από διαφορετικές γενιές διοργάνωσαν προς τιμήν του μία αξέχαστη βραδιά στο ξενοδοχείο Χίλτον. Ανάμεσα τους ιερά τοτέμ του ελληνικού ποδοσφαίρου, όπως οι Μίμης Παπαϊωάννου, Μίμης Δομάζος και Αντώνης Αντωνιάδης.
Μέσω του Γιώργου Δαρίβα του προσφέρθηκε φανέλα του Ολυμπιακού με το όνομα του.
Στον χαιρετισμό του, μάλιστα, ο Μίκης είχε πει: «Δέκα ετών παιδάκι, στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς που ζούσαμε τότε, μας έδιναν οι γονείς μας μία δραχμή για να αγοράσουμε εφημερίδα κάθε εβδομάδα. Έτσι πήρα την πρώτη μου εφημερίδα. Σε εκείνη την ιστορική εφημερίδα, το 1935, υπήρχε μία φωτογραφία του Ολυμπιακού με τους πέντε Ανδριανόπουλους, τα αδέρφια και τους Βάζο, Συμεωνίδη και τους άλλους. Ήταν η κόκκινη φανέλα και έγινα Ολυμπιακός από τότε. Κι εγώ, όπως ξέρετε, έχω αλλάξει πολλά κόμματα -και με έχουν κατηγορήσει για αυτό- αλλά τον Ολυμπιακό δεν τον αλλάζω. Κάποιος γεννιέται και πεθαίνει με τα χρώματά του».
Όντας σε εξαιρετική διάθεση, είπε κάποιες αξιομνημόνευτες ατάκες. «Αν μου έλεγαν ότι σήμερα έχω ένα γεύμα με τον Μπετόβεν, τον Σούμαν, τον Βάγκνερ και τον Μπερλιόζ, δεν θα χαιρόμουν τόσο πολύ όσο που βρίσκομαι μαζί σας.
» Δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα συναντήσω τον Λεωνίδα Ανδριανόπουλο και μάλιστα θα κάθομαι δίπλα του. Είναι από τα μεγαλύτερα δώρα που έχω πάρει» ανέφερε μεταξύ άλλων, ενώ θυμήθηκε τον ρόλο του ποδοσφαίρου στην ελληνική κοινωνίας μίας άλλης εποχής.
«Στη Μακρόνησο στη σκηνή μας ήμασταν μοιρασμένοι Ολυμπιακοί – Παναθηναϊκοί. Και όμως παλεύαμε μαζί για τα ιδανικά μας. Υποτιμούν το ποδόσφαιρο, ενώ είναι βάση σε μια κοινωνία. Πρώτα παίζεις μπάλα και επιλέγεις ομάδα και μετά γίνεσαι γιατρός, δικηγόρος ή αποκτάς οποιοδήποτε άλλο επάγγελμα ή και κόμμα. Ο ελληνικός λαός ζει με το ποδόσφαιρο. Η ομάδα του είναι ιδανικό, είναι όραμα, είναι η πίστη του. Οι ποδοσφαιριστές είναι είδωλα συνδεδεμένα με τα όνειρα και τα ιδανικά του. Είναι σαν τους ήρωες του ’21, σαν τον Καραϊσκάκη. Εγώ είχα δύο ‘κακά’: ήμουν και ποδοσφαιρόφιλος και αριστερός».
Ο μεγάλος αγωνιστής είχε δώσει τη δική του ερμηνεία για την διαφορά στην ψυχοσύνθεση των οπαδών του Ολυμπιακού σε σχέση με τους αντιπάλους τους.
«Στη γειτονιά ήμασταν Ολυμπιακοί, Παναθηναϊκοί, ΑΕΚτζήδες και αμέσως παρατήρησα μια μεγάλη διαφορά στην ψυχοσύνθεσή μας. Ο Παναθηναϊκοί είναι σπασίκλες. Αυτοί κάθονταν στο πρώτο θρανίο, μπροστά, ενώ εμείς οι Ολυμπιακοί στα πίσω θρανία. Από μικροί διαφέρουμε γι’ αυτό και λέω πάντα ότι γεννήθηκα με το κόκκινο του Ολυμπιακού και θα πεθάνω με αυτό. Δεν αλλάζει ο άνθρωπος. Έχω παρατηρήσει ότι και κόμματα έχω αλλάξει και με κατηγορούν γι’ αυτό. Στον Ολυμπιακό μένω πιστός. Δεν τον αλλάζω ποτέ».
Η συνέντευξη στο «ΦΩΣ» στις 22 Αυγούστου 1960
Τον Σεπτέμβριο του 1965, ο Μίκης παραχώρησε εκτενή συνέντευξη στο «Φως των Σπορ» αποκαλύπτοντας πολλά και ενδιαφέροντα αναφορικά με τη σχέση του με το ελληνικό ποδόσφαιρο και τον Ολυμπιακό.
«Λατρεύω τον Ολυμπιακό από τα παιδικά μου χρόνια. Θαύμαζα τον Γιάννη Βάζο και όταν τελευταία συναντηθήκαμε σε μία ταβέρνα της Κοκκινιάς ανατρίχιασα από συγκίνηση. Έπαιζα και εγώ ποδόσφαιρο στον Ολυμπιακό Αργοστολίου. Ο Μάρτον Μπούκοβι θα δημιουργήσει έναν θαυμάσιο Ολυμπιακό αντάξιο της ιστορίας του.
»Στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς όπου μεγάλωσα ήταν μανία μου το ποδόσφαιρο. Μπάλα έπαιζα και στο δημοτικό και στο γυμνάσιο, αλλά και στην ομάδα της γειτονιάς μου, όπου ήταν «ερυθρόλευκοι» οι περισσότεροι την είχαμε ονομάσει Ολυμπιακός».
Ο Μίκης ήταν μάλιστα εκείνος που είχε μεσολαβήσει με τον δικό του τρόπο προκειμένου ο Μπούκοβι να καθοδηγήσει τους «ερυθρόλευκους». «Ανέκαθεν πίστευα πως είναι απαραίτητο στον ελληνικό αθλητισμό οι εγνωσμένης αξίας τεχνικοί. Γι’ αυτό και εγώ προσωπικά προσπάθησα και βοήθησα όσο μπορούσα για να έλθει ο Μπούκοβι στον Ολυμπιακό κάνοντας διαβήματα τόσο προς τον εδώ Ούγγρο πρέσβη, όσο και προς το Υπουργείο των Σπορτ της Ουγγαρίας».
Η αγάπη για την Εθνική Ελλάδας και οι «ήρωες» του 2004
Εκτός από τον Ολυμπιακό, ιδιαίτερη αγάπη είχε ο Μίκης και για τη «γαλανόλευκη».
Στα γήπεδα της Πορτογαλίας το καλοκαίρι του 2004, μία ημέρα πριν από τον ημιτελικό με την Τσεχία, ο Μίκης είχε στείλει το μήνυμα του στους έλληνες διεθνείς. «Η σκέψη όλων μας είναι κοντά σας. Η σκέψη, η αγάπη και οι ευχές όλων των Ελλήνων. Στον αυριανό αγώνα όλοι καταλαβαίνουμε ότι επωμίζεστε ένα τεράστιο βάρος. Είμαστε όμως βέβαιοι ότι όπως κάνατε ως τώρα, θα μπορέσετε από αρνητικό να το μετατρέψετε και να θριαμβεύσετε. Είστε ικανοί. Πιστέψτε στον εαυτό σας όπως όλοι μας πιστεύουμε σε εσάς».
«Με την αγάπη μου για όλους σας και για τον προπονητή σας» ανέφερε χαρακτηριστικά.
Το 2012, ο Μίκης Θεοδωράκης φιλοξένησε στο σπίτι του μερικούς από τους διεθνείς του 2004. Συγκεκριμένα, συνομίλησε με τους Τραϊανό Δέλλα, Ντέμη Νικολαΐδη, Κώστα Κατσουράνη, Γιώργο Καραγκούνη και Τάκη Φύσσα.
Ο σπουδαίος μουσικοσυνθέτης τους χαρακτήρισε «ήρωες» και μίλησαν για την ελληνική κοινωνία, την οικονομία, την εργασία, τον πολιτισμό και τον αθλητισμό.