Η Ελλάδα φημίζεται για τα ψάρια και τα θαλασσινά της, για την ποικιλία τους και τη νοστιμιά τους και ενώ τη βρέχει, σχεδόν από παντού η θάλασσα, οι ποσότητες των ψαριών που αλιεύονται δεν είναι μεγάλες αλλά η τέχνη στο μαγείρεμά τους πλούσια.

Στον 9ο τόμο θα βρείτε μια μεγάλη ποικιλία συνταγών του Ν. Τσελεμεντέ, για ψάρια και θαλασσινά, που θα σας δώσουν αρκετές ιδέες για να τα ευχαριστηθείτε και να τα συμπεριλάβετε στο καθημερινό αλλά και στο γιορτινό σας τραπέζι!

Απολαύστε:


• Χταπόδι λαδολέμονο με πιπεριές
• Μπακαλιάρος σκορδαλιά
• Φρούτα της θάλασσας μεθυσμένα
• Μύδια σκορδάτα με κρέμα
• Kαλαμάρια γεμιστά με φέτα
• Μπαρμπούνια κρασάτα
• Ψάρι με πατάτες στην κατσαρόλα
• Ψάρια γεμιστά με ψωμί
• Σαρδέλες φούρνου με λαχανικά
• Γαύρος στην κατσαρόλα με λαχανικά
• Πέστροφες τηγανητές με αμύγδαλα
& πολλές ακόμα!

Οι αυθεντικές συνταγές «δια χειρός» Ν. Τσελεμεντέ έρχονται στα χέρια σας, ανανεωμένες και προσαρμοσμένες στα σύγχρονα δεδομένα, για να τις απολαύσετε σε όλο τους το μεγαλείο! Το μόνο που θα χρειαστείτε είναι εκλεκτά υλικά και κέφι για δημιουργία!

Και η προσφορά ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ! Συμπληρώστε τη συλλογή σας με τις κλασικές συνταγές του Νικόλαου Τσελεμεντέ αποκτώντας όλους τους νέους πολυτελείς, σκληρόδετους τόμους που ακολουθούν:
• Βασικές συνταγές
• Γλυκά
• Γιορτινά


Ποιος ήταν όμως ο Νικόλαος Τσελεμεντές;


Ο Νικόλαος Τσελεμεντές θεωρείται το σύμβολο της ελληνικής κουζίνας! Γεννήθηκε το 1878 στο χωριό Εξάμπελα της Σίφνου και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου τελείωσε το Γυμνάσιο. Αρχικά, δούλεψε σε συμβολαιογραφείο και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη μαγειρική, εργαζόμενος στο εστιατόριο του θείου του. Σπούδασε για ένα χρόνο μαγειρική στη Βιέννη και επιστρέφοντας εργάστηκε ως σεφ σε διάφορες πρεσβείες.

Έγινε γνωστός με το περιοδικό «Οδηγός Μαγειρικής», που άρχισε να εκδίδει το 1910 και το οποίο περιείχε εκτός από τις συνταγές, διατροφικές συμβουλές, διεθνή κουζίνα και νέα για τη μαγειρική. Το 1919 έγινε διευθυντής του ξενοδοχείου «Ερμής», ενώ τον επόμενο χρόνο έφυγε για την Αμερική, όπου δούλεψε σε μερικά απ’ τα ακριβότερα εστιατόρια του κόσμου, κάνοντας παράλληλα και ανώτερες σπουδές μαγειρικής, ζαχαροπλαστικής και διαιτολογίας.

Τον Απρίλιο του 1926 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Οδηγός Μαγειρικής και Ζαχαροπλαστικής», που ήταν ο πρώτος ολοκληρωμένος οδηγός μαγειρικής στη χώρα μας. Το βιβλίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία και ανατυπώθηκε πάνω από δεκαπέντε φορές τις επόμενες δεκαετίες. Επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα και ίδρυσε μία μικρή σχολή μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής. Το 1950 δημοσίευσε στα Αγγλικά ένα βιβλίο για την ελληνική μαγειρική («Greek Cookery»). O οδηγός μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής του Τσελεμεντέ είναι ένα από τα μεγαλύτερα ελληνικά «best seller» όλων των εποχών και το βιβλίο που μεγάλωσε γενιές και γενιές Ελλήνων! Έκτοτε κάθε βιβλίο μαγειρικής και ζαχαροπλαστικής στον τόπο μας αποκαλείται κοινώς «τσελεμεντές» και καθόλου άδικα! «Κανένα άλλο βιβλίο δεν εσκόρπισε εις την Ελληνικήν οικογένειαν τόσην ευτυχία», έλεγε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος για τα περιοδικά και τα βιβλία του Νικολάου Τσελεμεντέ.

Στον πρόλογο του βιβλίου του ο Νικόλαος Τσελεμεντές έγραφε:


«Την πολύτιμον ωφέλειαν, ην παρέχει ο «Οδηγός της Μαγειρικής» προς πάντας τους επιθυμούντας να διδαχθώσιν εξ αυτού, δύναται τις, να σταθμίση, εάν αναλογισθή ότι η ζωή άνευ της υγείας είνε βάσανος και ότι πρώτιστοι παράγοντες της σωματικής υγείας είνε η καλή τροφή και η καλή όρεξις.
Περί τούτων μεριμνά ο «Οδηγός της Μαγειρικής», διότι η έντεχνος μαγειρική προκαλεί και επαυξάνει την όρεξιν αφ’ ενός, παρέχει δε αφ’ ετέρου εις το σώμα τροφήν υγιεινήν και εύπεπτον, συμβάλλουσα τα μάλιστα εις την ζωήν και την ευρωστίαν του ανθρώπου.


Θρεπτικώς μέν, διδάσκων την μεγειρικήν τέχνην αφ’ ενός, διαφωτίζωμ δε αφ’ ετέρου τους αναγνώστας του περί της θρεπτικότητας των τροφών, περί της ποιότητος αυτών και περί παντός δυναμένου να βλάψη την υγείαν του ανθρώπου. Οικονομικώς δε διότι δια της εμβρεθούς αυτού διδασκαλίας καθορίζει ακριβώς την απαιτούμενην ποσότητα εκάστου υλικού προς παρασκευήν των φαγητών και δι ωρισμένον αριθμόν προσώπων ούτως ώστε ουδεμία σπατάλη να λαμβάνη χώραν εν τω μεγειρείω.
Υπάρχει η πρόληψις ότι τα πολλά υλικά κάμνουν το καλόν φαγητόν. Τούτο ημείς αποδεικνύομεν αυτόχρημα πλάνην και κηρύττομεν ότι η τέχνη με μόνον τα λογικώς απαιτοτούμενα υλικά κάμνουν το καλόν φαγητόν, πολλάκις μάλιστα η τέχνη αναπληροί την μερικήν έλλειψιν τινων υλικών,ενώ τουναντίον ο άτεχνος μάγειρος δεν φείδεται αυτών, αλλά ποιείται σπατάλην, προσπαθών να αναπληρώση την έλλειψιν της τέχνης διά της πληθώρας των υλικών.
Ποία όμως η ηθική ωφέλεια εκ της καλής μαγειρικής; Τούτο καθ’ ημάς είνε τό μάλλον ευαπόδεικτον, γνωστού όντος ότι μία εκ των σπουδαιοτέρων απολαύσεων του ανθρωπίνου βίου είνε η γεύσις και ότι πλείστοι οικογειάρχαι την απόλαυσιν ταύτην επιδιώκοντες τρέπονται την προς τα ξενοδοχεία άγουσαν μη ευχαριστούμενοι εκ της εν τω οίκω άτεχνου μαγειρικής.

Ευνόητον δε είνε πόσον η τράπεζα συνέχει την οικογένειαν και πόσας παρελκύσεις δύναται να προκαλέση η εκτός του οίκου εστίασις των αρρέων μελών της οικογενείας, πόσα δε άτοπα να προξενήση δυνάμενα να εξασθενίσουν βαθμηδόν τον σύνδεσμον του οικογενειακού βίου ή και να παραλύσωσιν αυτόν τελείως.
Η διά του παρόντος βιβλίου διδασκαλία της μαγειρικής τέχνης και ζαχαροπλάστικής παρίσταται μεθοδικώς και αναλυτικώτατα, ούτως ώστε πάσα οικοδέσποινα ή μάγειρος να δύναται μετά βεβαιότητος να εκτελή επιτυχώς οποιανδήποτε από τα περιγραφομένας συνταγάς φαγητών ή γλυκισμάτων.»
Ο Νικόλαος Τσελεμεντές ήταν ο αρχιμάγειρας και δάσκαλος της γαστριμαργίας που δίδαξε σε ένα ολόκληρο έθνος τις βασικές αρχές της καλής κουζίνας. Η επιτυχία του Νικόλαου Τσελεμεντέ είναι ότι κατάφερε να κάνει τους Έλληνες να αγαπήσουν τη μαγειρική και να εκτιμήσουν το καλό φαγητό. Με την ευρυμάθεια, τη μεθοδικότητα, το όραμα και την αγάπη του για τους πειραματισμούς καθόρισε τις γευστικές μας προτιμήσεις, καταφέρνοντας να δώσει στην ελληνική κουζίνα μια σαφή ταυτότητα, εξισορροπώντας επιρροές από δύση και ανατολή. Όποιος έχει ανοίξει έστω και ένα από τα βιβλία του καταλαβαίνει αμέσως πόσο επηρεάστηκε από την Γαλλική κουζίνα, καθώς είναι πασίγνωστό ότι, ο Νικόλαος Τσελεμεντές, είναι ο άνθρωπος που δίδαξε σε μια ολόκληρη χώρα την μπεσαμέλ, τη σαντιγί, το πιροσκί, την μπουγιαμπέσα, το κονσομέ, τα καναπεδάκια, το ζελέ και τόσα άλλα! Η μαγειρική του δέχθηκε όμως επιρροές και από τα ταξίδια του για σπουδές στις Η.Π.Α, όπου ήρθε σε επαφή με διάφορες εθνικές κουζίνες και είχε τη δυνατότητα να πειραματιστεί με υλικά που δεν είχε ξανασυναντήσει ποτέ.

Η μαθητεία του Τσελεμεντέ σε Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Τουρκία και ΗΠΑ τον βοήθησε να ανανεώσει ριζικά την ελληνική κουζίνα με έθνικ στοιχεία και να συστήσει στο εγχώριο κοινό πινελιές γαλλικής, δυτικοευρωπαϊκής, ασιατικής, μεξικανικής, ακόμα και αφρικανικής κουζίνας, αφήνοντας κληρονομιά αυτό που είπαν αργότερα «ελληνική κατά τον Τσελεμεντέ κουζίνα»! Δεν παρέλειψε όμως να εμπλουτίσει τη μαγειρική του και με την αρχαία ελληνική παράδοση καθώς είχε μελετήσει ενδελεχώς την κουζίνα των αρχαίων Ελλήνων αναβιώνοντας παλιές διατροφικές συνήθειες και παραδοσιακές γεύσεις του τόπου μας, και συνήθιζε να δίνει στις δημιουργίες του αρχαιοπρεπή και ποιητικά ονόματα, προσέχοντας ιδιαιτέρως να είναι εύηχα.

Τιμώντας τη μνήμη και την προσφορά του στην ελληνική γαστρονομία, ο δημοσιογράφος, θεατρικός συγγραφέας και ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς, του αφιέρωσε μια υμνητική επιφυλλίδα στην εφημερίδα «Ελευθερία» στο φύλλο της 5ης Μαρτίου 1958:

«Ο Νίκος Τσελεμεντές πέθανε. Ο Μπριγιά Σαβαρέν της Ελλάδος, ο συγγραφέας του μοναδικού μας γαστρονομικού μας κώδικος, δεν υπάρχει πια στη ζωή. Οι Γάλλοι εώρτασαν, εδώ και είκοσι χρόνια, με τον επισημότερο τρόπο, τον αυτοκράτορα της κουζίνας και της τραπέζης των. Εμείς, όσο τον είχαμε ζωντανό, τον αγνοήσαμε, δεν τον πανηγυρίσαμε ποτέ. Αδικία ιστορική. Ας τον ξεπροβοδίσουμε, τουλάχιστον, νεκρό, με τιμές που του ταιριάζουν.

Ο Τσελεμεντές δε φεύγει έτσι. Ο μέγας αυτός ευεργέτης του ελληνικού νοικοκυριού, προ πάντων του νεοτεύκτου, άφησε ΄σύγγραμμα- ένα από τα τελειότερα νεοελληνικά βιβλία: Το «Οδηγό της Μαγειρικής». Είναι αληθινό μνημείο της «άρτε κουλινάρια», σανίδα σωτηρίας κάθε νέας νοικοκυράς, που μεταμορφώνει σε μαγείρισσα και την κοπέλλα, την πιο άγευστη μαγειρικής.


Μ’ αυτό το βιβλίο έφτιαξε ο Τσελεμεντές το τραπέζι μας· κατήρτισε τον ουρανίσκο μας· ετακτοποίησε το στομάχι μας· έλυσε το τραγικό πρόβλημα του «τι θα φάμε σήμερα» και πρόσφερε υπηρεσία πραγματικά εθνική. Ένα έθνος κρίνεται και από την κουζίνα του. Πες μου πως τρως, να σου πω ποιος είσαι.
Η αναρχία της ελληνικής κουζίνας είναι γνωστή: Ιταλική, τουρκική, αλλά προ πάντων κράμα όλων των πρωτογενών συστημάτων, εφυτοζωούσε σε μια κατάσταση μάλλον προϊστορική: Γιουβέτσι, φασολάδα, αρνάκι φρικασέ, μπακαλιάρος πλακί και το ψητό της σούβλάς- αυτό ήτανε, όλο κι όλο…το δραματολόγιό της. Ο Τσελεμεντές με την επιβλητική του πραγματεία, έσπρωξε την ελληνική κατσαρόλα στο σύγχρονο πολιτισμό.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν μάγειρος εκ γενετής. Νέος γνωστός, κομψός, έξυπνος, εύθυμος, καλοφαγάς, γλεντζές από οικογένεια ξενοδόχων (προ εξήντα ετών λειτουργούσε εστιατόριο Τσελεμεντέ, στην ακτή Νέου Φαλήρου, όταν ήταν στις δόξες της) ο τύπος αυτός της παλιάς Αθήνας είχε μέσα του το δαιμόνιο. Ο μάγειρος γεννάται, όπως κι ο ποιητής. Η πείρα ήρθε ύστερα: Στην υπηρεσία διαφόρων πρεσβειών, που στα επίσημα γεύματά τους-μεγάλες μαγειρικές μάχες- ξεχώρισε σαν ασυγκράτητος μάγειρος.
Τα ταξίδια τον τελειοποίησαν: Τουρκία, Ρωσία, Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία, κι επιτέλους Αμερική. Μελέτησε όλες τις κουζίνες της γης. Και το βιβλίο του είναι πεμπτουσία παγκοσμίων γνώσεων. Δεν πιστεύω-τουλάχιστον στην Ελλάδα-να υπάρχη δεύτερο. Η νοικοκυρά μπορεί να μαγερέψη μ’ αυτό ακριβά, μέτρια, φθηνά, όπως θέλει, αλλά θα είναι πάντα σύμφωνη με την υγιεινή και την καλλιτεχνία.
Όταν ήτανε στην Αμερική, ο Οδυσσέας αυτός των μαγειρικών περιπλανήσεων, μια διάδοσι έφερε στην Αθήνα, ότι πέθανε. Η είδησι αυτή έφθασε, όταν ακριβώς κυκλοφορούσε η πρώτη έκδοσι της Μαγειρικής του (Απρίλης του 1926). Οι κριτικές που γράφτηκαν τότε ήτανε νεκρολογίες… Από τον άλλο κόσμο-δηλαδή το Νέο Κόσμο-έφθασε η απάντηση του Τσελεμεντέ, γεμάτη χιούμορ: «Για ένα πράγμα μόνον είμαι ευχαριστημένος-έγραφε-που δεν πέθανα: Το ότι απέκτησα και ανεψιόν: Τον κύριο Κώσταν Αθάνατον, όστις με αποκαλεί θείον. Λέξις δηλαδή που δεν είχε χαϊδεύσει την ακοήν μου δια το μη έχειν ανεψιούς. Δέον να προσθέσω, ότι θείους τουναντίον, εχω πολλούς· και εις εξ αυτών ήτο ο κάτοχος του εστιατορίου του Νέου Φαλήρου».


Όταν βγήκε ο «Οδηγός της Μαγειρικής» του έγραψα ειλικρινέστατο εγκώμιο: «Είναι- είπα, κάνοντας κι εγώ χιούμορ με τη σειρά μου-ο μεγαλύτερος συγγραφεύς της Ελλάδος. Δεν αστειεύομαι καθόλου. Αν γράφειν σημαίνη παρέχειν κάποιαν υπηρεσίαν εις τους ανθρώπους δια του γραπτού λόγου, ο Τσελεμεντές υπεραξίζει τον τίτλον αυτόν. Και του οφείλω ανεπιφύλακτον εγκώμιον. Ο Τσελεμεντές απαντά σ’ ένα καθημερινό ερώτημα της ζωής μας, που ένα πλήθος άνθρωποι άνθρωποι θάδιναν κι εγώ δεν ξέρω τι, για να έλειπε: Έχει καταστρώσει το μενού και των τριακοσίων εξηνταπέντε ημερών του έτους .Είναι απλούς, σαφής, αναλυτικός, γευστικός, ευκολοεφάρμοστος, φτιασμένος για την ελληνική κουζίνα…»


Πόσα νέα νοικοκυριά δεν έχει σώσει από τις αφαιμάξεις των μαγειρισσών και προ πάντων από το διαζύγιο! Το κρεββάτι και το τραπέζι ενώνει, το κρεββάτι και το τραπέζι χωρίζει. Το νεαρό αντρόγυνο έχει το τραπέζι σήμερα χάρις στον Τσελεμεντέ. Αρκεί το κεφαλάκι της νεοπαντρεμένης μπεμπέκας να σκύβη πέντε λεπτά καθ΄εκάστην στον «Οδηγό», για να δρέπη συγχαρητήρια. Τάλαντο θεωρητικό, που ο Ύψιστος απέστειλε για να πειθαρχήση την ελληνική κουζίνα, να σώση το ελληνικό στομάχι και μετ’ αυτού το Έθνος. Γιατί, επί τέλους, ένα έθνος που δεν ξέρει να φάη, δεν μπορεί ούτε να σκεφθή ούτε να ζήση…
Είμαι βέβαιος, ότι έπειτα από ένα τέτοιο έργο, θα του ανοίξη τώρα, που πέθανε στ’ αλήθεια-όχι σαν την άλλη φορά!-διάπλατα την πόρτα του Παραδείσου ο Άγιος Πέτρος, ο κλειδοκράτορας: Αρκεί να του υποσχεθή μια καλή κοτόπιττα!»