Από την Κίνα έως τις ΗΠΑ, και από το Κατάρ έως την Κένυα, η γαρδένια είναι μία καλλιέργεια που έχει ιδιαιτερότητες, δυσκολίες αλλά και πολύ καλά οικονομικά αποτελέσματα.
Μία ελληνική εταιρία στην Μαγνησία έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη παραγωγή γαρδένιας στην Ευρώπη μετά από δύο ολλανδικές, που παράγουν από κοινού 1,3 εκατ. φυτά ετησίως.
Σε 75.000 τετραγωνικά μέτρα θερμοκηπίου και 15.000 τετραγωνικά μέτρα στρέμματα υπαίθριους χώρους στην περιοχή της Αγριάς που απέχει 8 χλμ. από τον Βόλο, η ελληνική εταιρία παράγει 1 εκατ. φυτά ετησίως και εξάγει ποσοστό 70% αυτών σε Ιταλία, Ολλανδία, Ισπανία, Πολωνία, Λίβανο, Ιορδανία, Σαουδική Αραβία και τα Βαλκάνια.
Η γαρδένια θεωρείται πως τονίζει την αισθησιακή και κομψή πλευρά της γυναίκας και δεν είναι τυχαίο που έχει επιλεγεί ως βάση σε πολλά καλλυντικά.
Η γαρδένια πήρε το όνομά της από τον Σκωτσέζο φυσιοδίφη και γεωπόνο Αλεξάντερ Γκάρντεν. Είναι φυτό των «θερμών» και τροπικών κλιμάτων και ένα από τα τρία δημοφιλέστερα καλλωπιστικά φυτά γλάστρας παγκοσμίως. Η γαρδένια, αν και κατάγεται από τη νότια Κίνα, στη χώρα μας ήρθε από είδη που προέρχονται από τη Νότιο Αφρική.
Στην Ελλάδα, η γαρδένια καλλιεργείται από τα τέλη του 19ου αιώνα στο Πήλιο, όπου γεωπόνοι και καλλιεργητές της εποχής θεώρησαν ότι το «μαλακό κλίμα στους πρόποδες του βουνού και το κατάλληλο έδαφος (καστανόχωμα-φυλλόχωμα) είναι άριστο για την καλλιέργεια.