Τα αφιερώματα του στα «κανόνια» του ελληνικού πρωταθλήματος συνεχίζει ο ΕΣΑΚΕ. Αυτή τη φορά παραθέτει αφιέρωμα στον παλαίμαχο άσο του Ολυμπιακού, Στιβ Γιατζόγλου.
«Η σεζόν που πέρασε, άφησε πίσω της πολλά και σημαντικά γεγονότα που γράφτηκαν στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Ένα από αυτά, το ότι ο Βασίλης Σπανούλης έγινε μέσα από το παιχνίδι του Ολυμπιακού με τον Πανιώνιο Βίκος Cola στη Νέα Σμύρνη, ο 1ος σκόρερ στην ιστορία της Basket League, του Επαγγελματικού Πρωταθλήματος που διοργανώνει ο ΕΣΑΚΕ από το 1992.
Με αυτή την αφορμή από σήμερα και στις επόμενες μέρες το esake.gr αρχίζει την παρουσίαση μιας σειράς αφιερωμάτων στους κορυφαίους σκόρερ όλων των εποχών. Σε αυτούς που βρίσκονται στην πρώτη 10άδα των σκόρερ από καταβολής Α' Εθνικής, από την περίοδο 1963-64 δηλαδή. Η αρχή γίνεται σήμερα με τον Στιβ Γιατζόγλου. Το βιογραφικό, οι επιδόσεις και όλα εκείνα που χαρακτήρισαν τη διαδρομή του “λιονταριού” στα παρκέ και που τον διατηρούν ακόμη και σήμερα στη 10η θέση των κορυφαίων σκόρερ του ελληνικού Πρωταθλήματος.
Ο Στιβ Γιατζόγλου γεννήθηκε στις ΗΠΑ στις 11 Δεκεμβρίου 1949. Παιδί του Μπρονξ, άκουγε στο όνομα Στιβ Γιανγκ, σπούδασε σε ένα από τα μεγαλύτερα κολέγια των ΗΠΑ, το Κονέκτικατ και στην πορεία πέρασε και από τον Λίβανο. Στην Ελλάδα ήρθε το 1972 για να φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού σε μια εποχή κατά την οποία πολλοί Έλληνο-Αμερικανοί βρέθηκαν στη χώρα μας. Κάπως έτσι έπαιξε δίπλα στους Γιώργο Καστρινάκη, Πολ Διάκουλα, Στιβ Μαχαίρα και Πολ Μελίνι.
Το “λιοντάρι” -λόγω της πλούσιας, ξανθιάς κόμης του, ήταν στην πραγματικότητα ανακάλυψη του Νίκου Μήλα που είχε αναλάβει να φτιάξει έναν δυνατό Ολυμπιακό με εντολή του αείμνηστου Νίκου Γουλανδρή. Με τους ερυθρόλευκους ο Γιατζόγλου κατέκτησε δύο Πρωταθλήματα το 1976 και το 1978 έχοντας ως προπονητές τον Φαίδωνα Ματθαίου στο πρώτο και τον Κώστα Μουρούζη στο δεύτερο. Στη χρονιά του 2ου τίτλου μάλιστα, πλασαρίστηκε στην 5η θέση των σκόρερ με 488 πόντους.
Το “σήμα κατατεθέν” του παιχνιδιού ήταν ήταν το ακαταμάχητο σουτ, συνήθως από πλάγια με ταμπλό. Οι 6.044 πόντοι με τους οποίους αποσύρθηκε από τα παρκέ τον κατατάσσουν στη 10η θέση της σχετικής λίστας. Δεν το έκανε παίζοντας όμως μόνο για τον Ολυμπιακό καθώς εκμεταλλευόμενος έναν νόμο που απελευθέρωνε τις μεταγραφές για τους αθλητές άνω των 32 ετών στην εποχή πριν την θέσπιση του επαγγελματισμού, πέρασε τη σεζόν 1984-85 στη Θεσσαλονίκη ως παίκτης του ΠΑΟΚ.
Στο παλμαρέ του Γιατζόγλου καταγράφηκαν ακόμη τέσσερα Κύπελλα Ελλάδας (1976, 1977, 1978 και 1980) έχοντας συνολικά στους τέσσερις νικηφόρους τελικούς με τον Ολυμπιακό, 103 πόντους αριθμός που αφενός δείχνει τη συμβολή του σε αυτές τις επιτυχίες της ομάδας του κι αφετέρου την άνεση με την οποία έφτανε στο αντίπαλο καλάθι.
Ακολούθησε ο Σπόρτιγκ τη σεζόν 1989-90, ο Ηρακλής στη διετία 1990-92 και το 1992 ανέλαβε τον Άρη. Στη συνέχεια εργάστηκε στην ΑΕΚ (1993-94), στο Παγκράτι και το Περιστέρι (1994-95), στον Ηρακλή για 2η φορά (1995-96), Γυμναστικό Σύλλογο Λάρισας (1996-98), στον Άρη (2000-01), στο Αιγάλεω (2006-07) και στην Καβάλα (2015-16)», αναφέρεται στο αφιέρωμα του ΕΣΑΚΕ.