Βυθισμένοι στη φτώχεια είναι οι Έλληνες πολίτες, ωστόσο όμως όχι μόνο δεν έρχονται καλύτερες ημέρες αλλά η λιτότητα θα συνεχιστεί όπως τονίζουν οι συντάκτης της Έκθεσης από το γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
Οι δεσμεύσεις για πρωτογενή πλεονάσματα και οι μειώσεις σε αφορολόγητο και συντάξεις «εξασφαλίζουν» νέες θυσίες για τους Έλληνες, ωστόσο δίχως αντίκρισμα.
Στην έκθεση αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι η κυβέρνηση έχει ψηφίσει επώδυνα δημοσιονομικά μέτρα με μείωση συντάξεων και ψαλίδισμα του αφορολόγητου για το 2019 και 2020 και έχει δεσμευτεί για υψηλά πλεονάσματα 3,5% έως το 2021 ενώ προσθέτουν πως «αυτό το δεσμευτικό πλαίσιο θα εμπλουτιστεί κατά πάσα πιθανότητα με περαιτέρω στοιχεία τους επόμενους μήνες» καθώς όπως υποστηρίζουν «θα υπάρξουν σημαντικές εκκρεμότητες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στους σχεδιασμούς της "επόμενης μέρας" καθώς η οικονομική πολιτική μας θα παρακολουθείται σε κάθε περίπτωση από τους θεσμούς και τις αγορές».
Σε άλλο σημείο επισημαίνουν πως «παραμένει αδιευκρίνιστο τι θα συμβεί μετά το τέλος του προγράμματος» και υπενθυμίζουν τις δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Οικονομικών Γιώργου Χουλιαράκη πως «είναι υπαρκτό το ενδεχόμενο επανόδου στις παλιές κακές δημοσιονομικές συνήθειες και συνεπώς «δεν είναι μικρός ο κίνδυνος ενός "δημοσιονομικού παραστρατήματος", καθώς το 2019 θα είναι εκλογικό έτος». Η έκθεση τονίζει πως «η έξοδος στις αγορές δεν σημαίνει το τέλος της εποπτείας, δηλαδή την είσοδο σε μια κατάσταση χωρίς δημοσιονομικούς (και άλλους) περιορισμούς.
Επίσης, η έξοδος στις αγορές δεν ισοδυναμεί με το τέλος της λιτότητας, καθώς η χώρα:
1. Έχει δεσμευθεί θεσμοθετώντας μια σειρά συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων για τα χρόνια μετά το 2018: πρωτογενή πλεονάσματα και μέτρα στο ασφαλιστικό σύστημα το 2019 και στη φορολογία το 2020, συνολικά της τάξης του 2% ΑΕΠ προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% ΑΕΠ μέχρι το 2022.
2. Θα πρέπει, στη συνέχεια, να διατηρήσει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ μέχρι το 2060, τα οποία ενδέχεται να αποδειχθούν ανέφικτα αν η χώρα δεν ακολουθήσει τον δρόμο της διατηρήσιμης ανάπτυξης».
Η φορολογική πολιτική της κυβέρνησης επιβαρύνει τους φτωχότερους
Τέλος, οι συντάκτες τονίζουν πως πρέπει να αλλάξει το μείγμα της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης και αντί της υπερφορολόγησης να προτιμηθεί η περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο καθώς όπως επισημαίνουν «η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στα όρια της φτώχειας». «Τα τελευταία χρόνια υπήρξε μια συνεχής αύξηση του φορολογικού βάρους» αναφέρεται χαρακτηριστικά για να προστεθεί πως «η υπερφορολόγηση αποδεικνύεται: (α) Με τη σύγκριση των συντελεστών άμεσης και έμμεσης φορολογίας.
Οι Έλληνες είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης στο φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, στο φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων, καθώς και στον ανώτατο συντελεστή ΦΠΑ. Τα φορολογικά μας έσοδα μάλιστα κατά 44,5% βασίζονται στην έμμεση φορολογία, όταν στην υπόλοιπη Ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 11,5 μονάδες χαμηλότερο.14 Είναι δηλαδή και σε βάρος των φτωχότερων. Όπως επισημάνθηκε και στην έκθεση του Γ.Π.Κ.Β. επί του σχεδίου Π/Υ του 2018, ο λόγος έμμεσης προς άμεση φορολογία μεγαλώνει συνεχώς από το 2014 και μετά.
(β) Από τη συνεχή αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών των ιδιωτών προς το δημόσιο που πλέον ξεπερνά το € 1 δισ. το μήνα. Η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας έχει οδηγήσει πολλά νοικοκυριά στα όρια της φτώχειας.
Κατά συνέπεια, το κέντρο βάρους της δημοσιονομικής προσαρμογής θα πρέπει στο μέλλον να μετατεθεί περισσότερο στην περιστολή της κακοδιαχείρισης στο δημόσιο (όπου υπάρχουν ακόμα περιθώρια), στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και στη σταδιακή μείωση των φόρων».
Να σημειωθεί πως το κείμενο αποτελεί την τελευταία έκθεση που συντάσσεται με την επίβλεψη του καθηγητή Παναγιώτη Λιαργκόβα καθώς το επόμενο διάστημα αναμένεται να αντικατασταθεί.
«Λογικά, η ανάληψη καθηκόντων από τον νέο Συντονιστή θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο, αλλά η μετάβαση καθυστέρησε όπως άλλωστε συνέβη και σε άλλες περιοχές πολιτικής» αναφέρεται στην εισαγωγή για να προστεθεί «θεωρούμε ότι η Επιτροπή, με τη νέα σύνθεσή της θα διατηρήσει την ανεξαρτησία και την αξιοπιστία της, η οποία οικοδομήθηκε τα προηγούμενα χρόνια»