Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017, ώρα 2.45 τα ξημερώματα. Το δεξαμενόπλοιο «ΑΓΙΑ ΖΩΝΗ ΙΙ» κατασκευής του 1972, φορτωμένο με 2.570 τόνους καυσίμων (από τους 3.205 τις συνολικής χωρητικότητας) βυθίζεται στ’ ανοιχτά της Σαλαμίνας (περιοχή νοτιοδυτικά της βραχονησίδας Αταλάντης, κοντά στην Ψυτάλλεια). Δεν έπεσε σε κάποιο ύφαλο, δεν προσέκρουσε στη στεριά, δεν έγινε κάποιος λάθος χειρισμός, ούτε είχε ακραία καιρικά φαινόμενα. Απλά βυθίστηκε σε θαλάσσιο βάθος 30 μέτρων, μέσα σε μισή ώρα, κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Από τη βύθιση όπως είναι λογικό δημιουργήθηκαν ρωγμές στο κέλυφος του πλοίου, από τις οποίες διέρρευσε ποσότητα πετρελαίου στην θάλασσα. Το πετρέλαιο άρχισε να εξαπλώνεται ξεκινώντας την Κυριακή από ακτές της Σαλαμίνας. Στη συνέχεια μεταφέρθηκε στην φρεατίδα και σταδιακά σε όλο το παραλιακό μέτωπο μέχρι την Γλυφάδα και την Βούλα.
Οι υπεύθυνοι διαβεβαίωναν ότι έχουν τον έλεγχο της κατάστασης, η πραγματικότητα όμως τους διέψευσε, αφού όσο περνούσαν οι μέρες το πρόβλημα αντί να αμβλύνεται οξύνθηκε. Μια τεράστια οικολογική, οικονομική αλλά και κοινωνική καταστροφή τα αποτελέσματα της οποίας θα κάνουν χρόνια να εξαλειφθούν.
Ας δούμε λίγο αναλυτικότερα τι προκαλούν και πως μπορούν να αντιμετωπιστούν τέτοιες καταστάσεις.
Μόλυνση από πετρέλαιο και οι επιδράσεις της στο οικοσύστημα.
Η μόλυνση από το πετρέλαιο μπορούμε να πούμε (χάριν απλούστευσης) ότι χωρίζεται σε δύο κατηγορίες. Σε αυτή που βλέπουμε και σε αυτή που δεν βλέπουμε. Αυτή που βλέπουμε είναι το πυκνό μέτωπο της πετρελαιοκηλίδας που μετακινείται σύμφωνα με τις τοπικές καιρικές συνθήκες.
Έτσι δημιουργούνται στρώματα από ένα μαύρο πετρελαιοειδές γαλάκτωμα, τα οποία ταξιδεύουν επιφανειακά μέχρι να τα ξεβράσει η θάλασσα στην ακτογραμμή. Από την άλλη, υπάρχει μια άλλη μόλυνση που δεν φαίνεται, η οποία όμως επιβαρύνει σημαντικά το τοπικό οικοσύστημα της περιοχής. Καθώς οι υδρογονάνθρακες διαλύονται εντός της θάλασσας επηρεάζουν αρνητικά τα υποθαλάσσια έμβια όντα. Επίσης, εμποδίζεται σημαντικά η ανταλλαγή αερίων μεταξύ ατμόσφαιρας και επιφάνειας της θάλασσας, μειώνοντας την ποσότητα οξυγόνου στο νερό. Η μείωση αυτή σε συνδυασμό με την αύξηση της θερμοκρασίας δημιουργούν το κατάλληλο περιβάλλον για τον πολλαπλασιασμό της ανάπτυξης μικροοργανισμών που καταναλώνουν το εναπομείναν οξυγόνο. Ενώ, η πετρελαιοκηλίδα δεν επιτρέπει στις ακτίνες του ηλίου να εισχωρήσουν στην θάλασσα, μειώνοντας έτσι την φωτοσυνθετική διαδικασία. Επιπρόσθετα, η κηλίδα δημιουργεί παγίδες για τα έμβια όντα (πτηνά κλπ) αφού μπορεί να κολλήσουν πάνω στην πίσσα, να μολυνθούν και να τραυματιστούν θανάσιμα. Η μόλυνση που δεν φαίνεται πέρα από τη θάλασσα μολύνει και το έδαφος σε όλο το παραλιακό μέτωπο, καθώς η κηλίδα που επικάθεται πάνω στην άμμο στραγγίζει στο πορώδες έδαφος, με αποτέλεσμα να παραμένει εκεί για 5 έως 15 χρόνια δημιουργώντας τεράστια προβλήματα (πίσσα, μυρωδιά κλπ). Ενώ τέλος, εκτός από το έδαφος δημιουργείται πρόσθετη επιβάρυνση στην ατμόσφαιρα, αφού χημικές ενώσεις μέσω της εξάτμισης διαχέονται στον αέρα αυξάνοντας την συγκέντρωση επιβλαβών ουσιών στην περιοχή. Το προλαμβάνειν καλύτερο του θεραπεύειν Δεν χρειάζεται να το αναλύσουμε και πολύ. Αν οι αρμόδιες αρχές είχαν κάνει σωστά τη δουλειά τους, σήμερα δεν θα μιλούσαμε για την αντιμετώπιση της καταστροφής. Προφανώς δεν έπρεπε να παραταθεί η άδεια του πλοίου, γιατί ένα πλοίο που μεταφέρει πετρέλαιο και βυθίζεται χωρίς κάποιο ανθρώπινο λάθος, δεν μπορεί παρά να είχε σημαντικά προβλήματα συντήρησης ή/και κακοτεχνιών. Είναι σαν να λέμε πως ένα αυτοκίνητο ανατράπηκε σε μια ανοιχτή στροφή, ενώ πήγαινε με 60 χιλ. Αυτό μπορεί να σημαίνει, ότι ήταν ακατάλληλα είτε τα αμορτισέρ, είτε τα λάστιχα, άρα και το ΚΤΕΟ που πιστοποίησε ότι λειτουργούν καλώς θα έχει και εκείνο πρόβλημα. Έτσι θα πρέπει να γίνει και στα πλοία με αυστηροποίηση των κανόνων ασφαλείας, βελτίωση των ελέγχων και εφαρμογή όλων των σύγχρονων τεχνολογιών, ώστε να μπορούν να προλαμβάνονται τέτοια γεγονότα. Από την άλλη, θα πρέπει να αναζητηθούν και να αποδοθούν ευθύνες σε όσους επέτρεψαν τον απόπλου σε αυτό το πλοίο, αλλά και σε αυτούς που επέτρεψαν στη μόλυνση να ξεφύγει από το σημείο και να επεκταθεί σε μια τόσο μεγάλη περιοχή.
Πως μπορεί να αντιμετωπιστεί η ρύπανση
Τρεις είναι οι βασικοί τρόποι αντιμετώπισης τέτοιων καταστάσεων.
Ο πρώτος είναι ο Μηχανικός Καθαρισμός. Αφού δημιουργηθούν επιφανειακά φράγματα που συγκρατούν την πετρελαιοκηλίδα με κατάλληλο εξοπλισμό, γίνεται άντληση των μολυσμένων υδάτων ώστε να διαχωριστεί το πετρέλαιο από το θαλασσινό νερό. Αποτελεί την πιο αποτελεσματική και καθαρή μέθοδο, όμως το κόστος εφαρμογής της είναι ιδιαίτερα υψηλό, λόγω των απαραίτητων διατάξεων που χρειάζονται ώστε να μπορέσει να γίνει εφικτή.
Ο δεύτερος είναι η ρίψη Χημικών Διασκορπιστικών Ουσιών (μίγματα από οργανικούς διαλύτες) που επιταχύνουν την διάλυση του πετρελαίου στο θαλασσινό νερό, άρα και την μείωση της συγκέντρωσής του σε αποδεκτές τιμές. Η απόδοση της μεθόδου αυτής ευνοείται από τον κυματισμό της θάλασσας, δηλαδή εμφανίζει αυξημένη αποδοτικότητα εκεί που οι υπόλοιπες μέθοδοι αδυνατούν να αντεπεξέλθουν.
Ο τρίτος είναι η Επί Τόπου Καύση που είναι και η πιο σύγχρονη μέθοδος με αποτελεσματικότητα που αγγίζει το 99%. Όμως για να μπορέσει να εφαρμοστεί θα πρέπει να γίνει στο πρώτο στάδιο της διαρροής, όταν ακόμα το πετρέλαιο είναι εύφλεκτο. Απαιτεί άριστο συντονισμό και μεγάλη τεχνογνωσία. Το μειονέκτημά της είναι ότι αν και αποτελεί αποτελεσματική μέθοδο για την εξάλειψη της πετρελαιοκηλίδας, δημιουργεί έντονη περιβαλλοντική επιβάρυνση στην ατμόσφαιρα της περιοχής από τα παράγωγα της καύσης.
Όλες οι παραπάνω μέθοδοι προϋποθέτουν άμεση ανταπόκριση, ώστε η πετρελαιοκηλίδα να μην απομακρυνθεί σημαντικά από το σημείο της διαρροής. Στην περίπτωσή μας αυτό δεν επετεύχθη, με αποτέλεσμα να δίνεται άλλη μια μάχη στο σύνολο σχεδόν του παραλιακού μετώπου του Σαρωνικού. Ο καθαρισμός αυτός γίνεται με παραδοσιακά μέσα (φτυάρια, μηχανήματα καθαρισμού κλπ) και είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνει σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Το συμπέρασμα
Ο κρατικός μηχανισμός ήταν ανέτοιμος να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις. Αυτό μπορεί να το αντιληφθεί ο καθένας κάνοντας τον εξής απλό συνειρμό: Αν μπροστά από την Σαλαμίνα, όπου το κεντρικό λιμεναρχείο απέχει μόλις λίγα λεπτά και υπάρχουν όλες οι απαραίτητες υποδομές, με «0 μποφόρ», από μια μικρή διαρροή έχουμε μια τέτοιου μεγέθους περιβαλλοντική και οικονομική καταστροφή, τι θα γίνει αν κάτι ανάλογο συμβεί σε ένα μεγάλο τάνκερ σε ένα απομακρυσμένο σημείο του Αιγαίου. Τα σχέδια που υπάρχουν για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων μήπως πρέπει να αναθεωρηθούν; Είναι αποτελεσματικά στην πράξη;
Ας ελπίσουμε ότι το πάθημα αυτή τη φορά θα γίνει μάθημα και δεν θα υπάρχουν τέτοια φαινόμενα στο μέλλον. Μέχρι τότε ας βάλουν όλοι οι αρμόδιοι φορείς το χέρι τους για να γίνει η δουλειά σωστά και γρήγορα.
*Ο Γιώργος Βρεττάκος είναι Μηχανολόγος Μηχανικός, MSc με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διαχείριση Ενέργειας και Περιβάλλοντος.