«Δεν θέλω να γράψεις τίποτα, παιδί μου. Ομως θα φύγω. Το νιώθω. Πάω να βρω τον Σπύρο μου. Δεν μου έχει μείνει τίποτα άλλο στη ζωή ετούτη».
Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, όταν το τηλέφωνο το σήκωσε η ίδια. Όπως είχε κάνει και τις άλλες φορές, όταν μίλησε αποκλειστικά στη «Freddo» τόσο για τον χαμό του συζύγου της όσο και για την επιδείνωση της υγείας της. Εκείνο το περασμένο πρωτοχρονιάτικο πρωινό που μιλήσαμε, ήταν ήδη σαν να είχε φύγει. Τα λόγια της ακούγονταν βαριά, γεμάτα πόνο, γεμάτα θλίψη, γεμάτα απογοήτευση. Κάθε της λέξη και ένας σπαραγμός. Μαζί αναπτύξαμε στενές σχέσεις λόγω του θανάτου του συζύγου της. Και συζητούσαμε. Ποτέ σε επαγγελματικό επίπεδο. Άλλοτε με έπαιρνε τηλέφωνο, άλλοτε εγώ. Είχε δώσει εντολή στη γυναίκα που την πρόσεχε να μιλάει σε μένα. Δεν ξέρω γιατί, ίσως γιατί τη σεβάστηκα στον πόνο με τον χαμό του συζύγου της και έγραψα όσα ακριβώς μου είχε πει εκείνη, παρόλο που μου είχε μιλήσει και για πολλά άλλα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αφού την καλημέρισα και της ευχήθηκα για τον ερχομό του νέου έτους, αρχίσαμε να μιλάμε για την ανάκαμψή της.
Διαβάστε την συνέχεια στην Freddo που κυκλοφορεί