Από τον Στρατή Λιμνιό
Τα στοιχεία από την τραγωδία της Αίγινας, που βλέπουν το φως της δημοσιότητας μέρα με τη μέρα, προκαλούν σοκ. Οι καταθέσεις των μαρτύρων συγκλονίζουν, ενώ σιγά σιγά αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι της υπόθεσης. Μετά την αποκάλυψη ότι δεν έχουν βρεθεί αποτυπώματα του Θρασύβουλου Λυκουρέζου στο τιμόνι του σκάφους, παρά μόνο κάποια ίχνη από την παλάμη του στη μηχανή, γεννιούνται νέα ερωτήματα. Την ίδια ώρα, ο πλοίαρχος της θαλαμηγού της Ελβετίδας που βοήθησε τον Λυκουρέζο… σπάει τη σιωπή του για πρώτη φορά και αποκαλύπτει στη «Freddo» ανατριχιαστικές λεπτομέρειες από εκείνες τις δραματικές στιγμές.
Ο πλοίαρχος και δημοτικός σύμβουλος Αίγινας Νεκτάριος Λεούσης, εκτός από προσωπικός φίλος του 77χρονου κατηγορουμένου που έχει προφυλακιστεί, είναι και ο καπετάνιος του «Duende 2», του υπερπολυτελούς σκάφους της Ελβετίδας φίλης τού Λυκουρέζου, της Νίνας, η οποία, όπως ο ίδιος αποκαλύπτει για πρώτη φορά, έδωσε την εντολή να σταλεί φουσκωτό για να σώσει τον φίλο της ύστερα από τηλεφώνημα που είχε κάνει σε εκείνον ο Λυκουρέζος.
Ο Νεκτάριος Λεούσης γυρνά τον χρόνο πίσω, στο μεσημέρι της 16ης Αυγούστου και περιγράφει, καρέ καρέ, όλα όσα έγιναν αμέσως μετά την τραγωδία που προκάλεσε σοκ στο πανελλήνιο. Δίνει εξηγήσεις για το τηλεφώνημα που δέχτηκε από τον Λυκουρέζο και ξεκαθαρίζει πως κανείς από τους συνεπιβάτες του Λυκουρέζου δεν φυγαδεύτηκε και δεν μεταφέρθηκε ποτέ στο σκάφος «Duende 2» της Ελβετίδας φίλης του 77χρονου.
«Είναι φρικτό αυτό που συνέβη, μιλάμε για τέσσερις νεκρούς, είναι σοκαριστικό, είναι θλιβερό. Ο Λυκουρέζος είναι φίλος μου εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Πρέπει να υπάρξει τιμωρία. Δεν είμαι δικαστής, αλλά έφταιξε και πρέπει να πληρώσει».
Αυτά είναι τα πρώτα λόγια του καπετάνιου Λεούση, ο οποίος, όπως μας αποκαλύπτει, λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την προφυλάκιση του Λυκουρέζου προσπάθησε να του μιλήσει στο τηλέφωνο, αλλά εκείνος δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη και ξέσπασε σε κλάματα. Ο πλοίαρχος θυμάται πως εκείνη την ημέρα, του τραγικού περιστατικού, ο ίδιος ήταν καπετάνιος στο σκάφος της Ελβετίδας, της Νίνας, και μάλιστα επειδή ήταν αγκυροβολημένο στο Αγκίστρι και δεν σκόπευαν να πάνε κάπου, βούτηξε για να κάνει ψαροντούφεκο.
Οι δραματικές συνομιλίες
«Είχαμε σκοπό να αράξουμε εκεί, ήταν με κάτι φίλες της από το εξωτερικό. Την κυρία Νίνα τη γνωρίζω εδώ και δέκα χρόνια, με έχει εμπιστευτεί να φροντίζω το σκάφος της, το οποίο είναι μόνιμα εδώ στην Ελλάδα αραγμένο. Εγώ το επιμελούμαι, το εποπτεύω και το προσέχω και βέβαια όποτε έρχεται εκείνη, με παρέα συνήθως, τους πηγαίνω βόλτες όπου επιθυμούν. Είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, πάρα πολύ στενή φίλη του Θρασύβουλου εδώ και χρόνια.
Αυτή βάπτισε και τα σκάφη με το όνομα αυτό, όπως ξέρετε. Μορφωμένη γυναίκα, πολύ δραστήρια στα νιάτα της, είναι πλέον 74 χρόνων και έχει μόνιμη απασχόληση με οργανώσεις κοινωνικές που σχετίζονται με προσφορά βοήθειας σε διάφορα μέρη του κόσμου σε παιδιά και όχι μόνο. Ναι, είναι φίλη μου, οικογενειακή μου φίλη και είμαι εγώ ο άνθρωπος που έχει εμπιστευτεί για το σκάφος και τη συντήρησή του».
Οπως λέει ο ίδιος, αυτές τις ημέρες έχει χάσει την ησυχία του και βρέθηκε αναμειγμένος σε μία υπόθεση χωρίς ο ίδιος να έχει την παραμικρή σχέση.
«Εκείνη την ώρα έκανα μπάνιο στη θάλασσα. Ημουν αρκετά μακριά από το σημείο που έγινε το δυστύχημα. Στην πίσω πλευρά του Αγκιστρίου, που κοιτά προς την Επίδαυρο. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Ημουν με νερά σε όλο μου το σώμα και στα χέρια, το σηκώνω και είναι ο Θρασύβουλος που, ταραγμένος όπως τον ακούω, μου λέει “σε παρακαλώ, έλα να με βοηθήσεις, έχω κάνει κάποιο ατύχημα και είμαι με νερά στο σκάφος. Μπάζει από παντού”. Του λέω “πήγαινε κάθισέ το στην αμμουδιά, στην Πέρδικα”. Μου απαντά ότι δεν θέλει να βάλει μπροστά το σκάφος γιατί μυρίζει βενζίνη και φοβάται. Παίρνω έναν φίλο μου αμέσως και του λέω να ειδοποιήσει τους δύτες τους Μαλτέζους, να πάνε γρήγορα στο σημείο. Του λέω “κάτι έχει πάθει ο Λυκουρέζος”. Σας μιλάω σοβαρά και ειλικρινά δεν είχα καταλάβει, δεν μου είχε πει κιόλας κάτι, για το τι συνέβη. Τα έμαθα μετά… Δεν ειδοποίησε αμέσως το Λιμεναρχείο και αυτό ήταν το λάθος. Βέβαια, είχε υποστεί σοκ. Και μην ξεχνάμε έχει και κάποια ηλικία, τα αντανακλαστικά σε μία τόσο προχωρημένη ηλικία πέφτουν. Εγώ του το έλεγα εδώ και δύο χρόνια, ότι κακώς οδηγούσε το σκάφος, αλλά δεν άκουγε. Δεν είμαι ούτε γιος του, ούτε κόρη του να του πάρω με το ζόρι τα κλειδιά. Πάντως είχα την έννοια του. Ελεγα σε φίλους μου στην Αίγινα, αν έλειπα εγώ την περίοδο που ερχόταν για διακοπές, να έχουν τον νου τους, να προσέχουν τον Λυκουρέζο. Ακόμη και το βράδυ αργότερα, που τον είδα στο Λιμεναρχείο, μου είπε “Νεκτάριε, δεν είδα τίποτα. Δεν κατάλαβα τι έκανα”».
Δέκα χρόνια από τον θάνατο του γιου του
Ο πλοίαρχος εξηγεί ότι ηρέμησε μόλις ενημερώθηκε ότι φύγανε οι δύτες από την Αίγινα και κατευθύνονται προς το σκάφος του Λυκουρέζου. Ξαφνικά όμως ένα δεύτερο τηλεφώνημα θα αλλάξει μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το σκηνικό. «Είναι η στιγμή που οι δύτες φτάνουν στο σημείο της τραγωδίας, πέρασαν από το ναυάγιο, προσπάθησαν να σώσουν τους ανθρώπους που ήταν στη θάλασσα. Εκείνη την ώρα ανέσυραν τον καπετάνιο του καϊκιού και τον άλλο άντρα, που είχε βυθιστεί σχεδόν 20 μέτρα πιο κάτω. Πιο μακριά βλέπουν το σκάφος του Λυκουρέζου, το οποίο από τον αέρα είχε ήδη απομακρυνθεί, δεν το έβαλε μπροστά για να διαφύγει, είχε παρασυρθεί από το κύμα και τον αέρα. Δεν πέταξε σωσίβιο, όντως, αλλά, εκείνη την ώρα έπαθε black out κι εκείνος, γιατί προφανώς έβλεπε ότι κινδύνευε και ο ίδιος και οι άλλοι τρεις φίλοι του. Στο σκάφος ήταν το ζευγάρι των αρχιτεκτόνων -πολύ σοβαροί, διακριτικοί άνθρωποι- και μια φίλη του αισθητικός. Το τραγικό της υπόθεσης -επιτρέψτε μου να κάνω μία παρένθεση- είναι ότι το ζευγάρι που φιλοξενούσε σπίτι του ο Θρασύβουλος είχε έρθει για έναν τραγικό λόγο στο νησί. Επειδή ήταν μία θλιβερή επέτειος η 15η Αυγούστου για τον Λυκουρέζο, καθώς εκείνη την ημέρα δέκα χρόνια πριν είχε χάσει τον γιο του. Γι’ αυτό είχαν έρθει, να του συμπαρασταθούν. Τραγικές συμπτώσεις; Δεν ξέρω τι να πω. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα. Ναι, είναι μεμπτό το ότι δεν πέταξε σωσίβιο, αλλά κατανοώ ότι τα έχασε».
«Το σκάφος του χοντρού βουλιάζει. Εχει κάνει μεγάλη ζημιά ο Λυκουρέζος»
«Χτυπά λοιπόν το τηλέφωνό μου για δεύτερη φορά, όπως σας είπα, και είναι ένας κοινός μας φίλος, που μου λέει: “Κάνε κάτι, το σκάφος του χοντρού βουλιάζει”. “Χοντρό” φωνάζουμε τον Λυκουρέζο. Είχε ήδη παρασυρθεί το σκάφος και λόγω της ταχύτητάς του και λόγω του αέρα είχε φτάσει πιο κοντά στο απέναντι νησάκι από την Πέρδικα στη Μονή. Εβαζε νερά. Δεν δούλευε τίποτα. Στο μεταξύ οι δύτες που έχουν πάει στο σημείο φορτώνουν τους τρεις συνεπιβάτες του Λυκουρέζου, τους μεταφέρουν στο λιμάνι και εκείνος μένει στο σκάφος. Το ζευγάρι των αρχιτεκτόνων παραμένει στο νησί, ενώ η αισθητικός παίρνει το πρώτο πλοίο της γραμμής και επιστρέφει στην Αθήνα. Εν τω μεταξύ, ο Λυκουρέζος αρνείται να βγει από το σκάφος. Μπορούσε, αλλά έμεινε. Δίπλα μου είναι η Νίνα, η Ελβετίδα ιδιοκτήτρια του “Duende 2”, της λέω ο Θρασύβουλος έχει πρόβλημα, μπάζει νερά το σκάφος του. Η Νίνα δίνει εντολή να στείλουμε το φουσκωτό. Eτσι και γίνεται. Στέλνω το φουσκωτό. Πήγε το παιδί, λύνω και εγώ και ξεκινάω, βλέπω με τα κιάλια ότι τον έχει πάρει, μιλάω ξανά μαζί του, μου λέει ότι θέλει να πάει στο Λιμεναρχείο. Μπροστά εγώ, πίσω το φουσκωτό. Ξαναχτυπά το τηλέφωνο. Το παιδί που οδηγούσε το φουσκωτό και είχε μέσα τον Λυκουρέζο, μου λέει “έχει σκίσει το πόδι του και αιμορραγεί”. Του λέω πήγαινέ τον στον Φάρο, τρία χιλιόμετρα πριν την Αίγινα, θα στείλω από εκεί κάποιον να τον πάρει να τον πάει στην Αίγινα. Παίρνω μία φίλη του να πάει να τον παραλάβει από το σημείο. Εκεί κάνω το λάθος μου. Εκείνη δεν μπορεί και βάζω τη γυναίκα μου να πάει στο σημείο με το αυτοκίνητο για να τον παραλάβει και να τον πάει στο Λιμεναρχείο. Ξέρεις, φίλοι είμαστε, τώρα όμως δες, τραβιόμαστε εμείς χωρίς λόγο. Πλησιάζοντας προς το λιμάνι βλέπω κόσμο, τηλεφωνώ στον φίλο μου. Τον ρωτάω τι γίνεται και μου απαντά: “έχει γίνει χαμός, έχει κάνει πολύ μεγάλη ζημιά ο Λυκουρέζος”. Τότε συνειδητοποιώ τι έχει συμβεί και παθαίνω σοκ. Λέω στη γυναίκα μου “πάρ’ τον και πήγαινέ τον στο Λιμεναρχείο”. Τώρα περιττό να σας πω ότι για να τον βγάλουν από το φουσκωτό πέρασε ένα τέταρτο. Είχαν ένα σακί στα χέρια τους. Τον βγάλανε με χίλια ζόρια. Μου τηλεφωνούν και μου λένε να ενημερώσω τη γυναίκα μου να μην τον πάει αμέσως στο Λιμεναρχείο, γιατί έχει συγκεντρωθεί κόσμος και απειλούν να τον λιντσάρουν. Δεν πήγε ποτέ σπίτι του. Περιμένει στον δρόμο η γυναίκα μου, την ενημερώνουμε να τον πάει σε μία πλατεία, του Μάρκελλου, λίγα μέτρα πιο κάτω από το Λιμεναρχείο και να περιμένει να έρθουν δύο άντρες λιμενικοί να τον παραλάβουν και να τον πάνε στο Λιμεναρχείο. Πήγα και εγώ στο λιμάνι, έδεσα».
Το μπέρδεμα με το άλλο σκάφος
Ο πλοίαρχος της θαλαμηγού της Ελβετίδας φίλης τού Λυκουρέζου, μετά την αποκλειστική εξομολόγησή του στη «Freddo», ξεκαθαρίζει επίσης: «Τώρα πρέπει να ειπωθεί και αυτό για πρώτη φορά και να ξεκαθαριστεί μία μεγάλη παρεξήγηση… Είπαν ότι τους επιβιβάσαμε σε αυτό το σκάφος της Ελβετίδας φίλης του και εξαφανιστήκαμε προς Ρόδο και μετά Κύπρο. Πρώτα από όλα το “Duende 2” ήταν στο σημείο που το άφησα μέχρι τις 18 του μήνα, άρα δεν μπορεί να εξαφανίστηκε. Μπέρδεψαν κάποιοι το σκάφος αυτό με ένα άλλο, το “El Duende”, που κατά σατανική σύμπτωση βρισκόταν στην περιοχή εκείνη την περίοδο, αλλά ουδεμία σχέση έχει με την υπόθεση. Σενάρια επιστημονικής φαντασίας. Σκεφτείτε τι έχω τραβήξει αυτή την περίοδο. Μέχρι και τον γιο μου θεώρησαν πιθανό να είναι ο οδηγός του πλοίου. Δηλαδή από πού και ώς πού; Αυτά είναι τεράστια λάθη, το να λέγονται και να γράφονται ανακρίβειες και ακόμη χειρότερα πράγματα, αναληθή, που δεν έχουν καμία σχέση με ό,τι έγινε. Είναι θλιβερό αυτό που έγινε. Από τη μια ο Λυκουρέζος που τραβά τον Γολγοθά του. Από την άλλη οικογένειες που ξεκληρίστηκαν. Για την κοινωνία της Αίγινας νομίζω είναι πολύ δύσκολο να ξεπεραστεί. Αυτή είναι η αλήθεια. Δεν υπάρχει κάτι κρυφό. Πρέπει να υπάρξει τιμωρία, δεν είμαι δικαστής, αλλά έφταιξε και πρέπει να πληρώσει».
*δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Freddo