Με δοξολογία στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Γεωργίου και επιμνημόσυνη δέηση και κατάθεση στεφάνων στον ανδριάντα του Ιωάννη Καποδίστρια ολοκληρώθηκαν οι εκδηλώσεις μνήμης των «Συνοριακών της Νεότερης Ελλάδας».
Στις πρώτες εκδηλώσεις των «Συνοριακών» την κυβέρνηση εκπροσώπησε ο Αναπληρωτής Υπουργός Εθνικής Άμυνας Δημήτρης Βίτσας, ο οποίος βρέθηκε στο νησί από το Σάββατο και ήταν παρών στην συναυλία του Μανώλη Μητσιά.
Ο Ποριώτης διπλωμάτης Δημοσθένης Κοράλλης εκφώνησε πανηγυρικό λόγο τον οποίο δημοσιεύουμε σε αποκλειστικότητα:
Αξιότιμε κ. Δήμαρχε,
Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Αξιότιμε κ. Πρέσβυ του Ηνωμένου Βασιλείου,
Σεβαστοί πατέρες,
Αγαπητοί συμπολίτες,
Συγκεντρωθήκαμε όλοι εδώ σήμερα, σ’ αυτή την επιμνημόσυνη δέηση για να τιμήσουμε μια εξέχουσα φυσιογνωμία, έναν επιφανή πολιτικό που σημάδεψε με το έργο του και την πολιτική του σταδιοδρομία, τα πρώτα βήματα του νεότευκτου ελληνικού κράτους.
Αναγνωρίζω ότι αναλαμβάνω να εκφωνήσω τον σημερινό πανηγυρικό λόγο, τόσο ως πρόκληση αλλά και ως ευχαρίστηση. Ως πρόκληση, καθώς καλούμαι να μιλήσω για τον Ιωάννη Καποδίστρια, τον λαοφιλή –από τότε- και δυναμικό Κερκυραίο ιατρό που σε πλείστες περιπτώσεις περιέθαλψε και παρέσχε τις υπηρεσίες του αφιλοκερδώς σε όλους τους αναξιοπαθούντες συνανθρώπους του, τον φλογερό και ικανότατο νέο που επιλέχτηκε από τις Αρχές της τότε Επτανησιακής Δημοκρατίας ως Γραμματέα της Επικρατείας, τον επιδέξιο διπλωμάτη και Υπουργού Εξωτερικών στην αυλή της Ρωσίας, τον πρώτο Κυβερνήτη του Νεοελληνικού κράτους, εν τέλει το σύμβολο Αναγέννησης του Έθνους μας, έπειτα από ένα πολυετή εθνικο-απελευθερωτικό αγώνα.
Συνάμα, όπως προείπα, αντιμετωπίζω τον σημερινό λόγο και ως ευχαρίστηση, καθώς ως νεαρός διπλωμάτης, δεν θα μπορούσα να σκεφτώ μεγαλύτερη τιμή από το να αναφερθώ στον εμβληματικότερο Έλληνα διπλωμάτη όλων των εποχών και να μπορέσω και ‘γω με τη σειρά μου να αντλήσω χρήσιμα παραδείγματα από το έργο του και την εν γένει δραστηριοποίηση του.
Θα προσπαθήσω να είμαι σύντομος και περιεκτικός, επιβεβαιώνοντας το αριστοτελικό “ουκεν τω πολλώ το ευ, αλλά εν τω ευ το πολύ”. Ωστόσο, θα ήθελα πρώτα να μιλήσω για τον άνδρα και το περιβάλλον μέσα στο οποίο έδρασε, καθώς εντός αυτού καλείται κάποιος να δράσει αλλά και να μπορέσει εντός των αντιξοοτήτων που του παρουσιάζονται να ενεργήσει εύστοχα για να επιτύχει τους σκοπούς του.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας γεννήθηκε στην Κέρκυρα το έτος 1776. Ανήκε αναμφίβολα στους τυχερούς Έλληνες εκείνης της εποχής καθώς τα Επτάνησα δεν αποτελούσαν τμήμα της Οθωμανικής Επικράτειας αλλά το μεγαλύτερο χρονικό διάστημα υπήρξαν ενετικές κτήσεις και μετέπειτα βρετανικό έδαφος.
Αυτή η ιδιομορφία του πολιτικού καθεστώτος των Επτανήσων επέδρασε καταλυτικά στην διαμόρφωση του χαρακτήρα του Ιωάννη Καποδίστρια,καθώς από πολύ νωρίς ήταν σε θέση να καλλιεργήσει αίσθημα ανόθευτης φιλοπατρίας, δίχως τους πνευματικούς περιορισμούς στους οποίους ενδεχομένως υπόκειντο οι υπόλοιποι Έλληνες που βρίσκονταν υπό τον οθωμανικό ζυγό , και ταυτόχρονα τον πόθο για την δημιουργία ανεξάρτητης ελληνικής κρατικής οντότητας στο πολιτικό γίγνεσθαι της εποχής του.
Επίσης, μπορούσε ευφυώς να κατανοήσει την λεπτή διαφορά ανάμεσα στον ελλαδιτισμό που υπονοούσε τον περιορισμό της ελληνικής παρουσίας στα στενά γεωγραφικά όρια της επικράτειας, όπως εκείνη είχε προσδιοριστεί κατά τους κλασικούς χρόνους, εν αντιθέσει με τον ελληνισμό, εφόσον ήταν φανερό ότι η πολιτιστική του εμβέλεια και το πληθυσμιακόστίγμα του δεν περιοριζόταν στην προαναφερόμενη επικράτεια αλλά εξέφραζε εύγλωττα την Ελλάδα με όρους οικουμενικότητας. Αυτή ήταν η σταθερή του πυξίδα κατά την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής και αυτό το ιδεώδες, προσαρμοσμένο στις σύγχρονες απαιτήσεις και στο πλαίσιο που θέτει το διεθνές δίκαιο οφείλουμε να υπηρετήσουμε.
Ένα άλλο στοιχείο το οποίο αντικατόπτριζε τα πιστεύω του Καποδίστρια, ήταν η βαθειά χριστιανική ορθόδοξη πίστη του. Αυτό το γεγονός είναι σημαντικό, διότι από την μια πλευρά αντιλαμβανόταν την ορθόδοξη πίστη ως συστατικό στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του λαού μας αλλά την ίδια στιγμή, η πίστη στο Θεό, συνιστούσε το απαραίτητο ψυχολογικό βοήθημα για να συνεχίσει να εργάζεται ακατάπαυστα για την επιτυχή ολοκλήρωση του ανορθωτικού του έργου, επ΄ αγαθώ των απανταχού Ελλήνων.
Αναμφίβολα, η έλευση του Καποδίστρια στην Ελλάδα αποτέλεσε έναν πολιτικό και διοικητικό σεισμό καθώς εισήχθησαν σύγχρονα με τα δεδομένα της εποχής πρότυπα διοίκησης σύμφωνα με τις ιδέες της πεφωτισμένης δεσποτείας που τον είχαν μπολιάσει κατά την παραμονή του στη Ρωσία. Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα αναγκάστηκαν από τα γεγονότα να εξορθολογήσουν κάπως τον πολιτικό τους λόγο και τα μέσα άσκησης πολιτικής τους με αποτέλεσμα να τεθούν οι μετέπειτα βάσεις για την μετάβαση από κόμματα προσωποπαγή σε κόμματα αξιών και διακριτής –στα μάτια της κοινής γνώμης- πολιτικής ιδεολογίας.
Όμως, επιτρέψτε μου να κάνω μια σύντομη μνεία στην επίδραση του Ιωάννη Καποδίστρια στις διεθνείς σχέσεις της εποχής του. Κατά την άποψη πολλών, η πολιτική αντίληψη του Καποδίστρια ενείχε ψήγματα σοβαρών καινοτομιών, οι οποίες παρουσιάστηκαν προδήλως τον επόμενο αιώνα.
Αυτό που θέλω να πω είναι, ότι ο Καποδίστριας υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της πολυμέρειας και της συλλογικής διαχείρισης των διεθνών ζητημάτων, διότι ένα τέτοιο σύστημα αφενός επιτρέπει σε λαούς και άλλες πολιτικές οντότητες την διεκδίκηση ευνοϊκότερων διευθετήσεων για τις ιδιαίτερες υποθέσεις τους, κυρίως μέσω των αντιθέσεων που ενυπάρχουν στις συζητήσεις των σημαντικότερων παραγόντων της διεθνούς σκηνής.
Επιπροσθέτως, προάγεται η συστημική σταθερότητα και σταδιακά δημιουργείται η συνείδηση μιας ολοένα διευρυνόμενης διεθνούς κοινωνίας. Απτά δείγματα αυτής της προσέγγισης ήσαν εμφανή κατά τη διάρκεια των συνεδρίων της Βιέννης και της Αιξ-Λα-Σαπέλ ενώ οι ίδιες σχεδόν αρχές εμφυσήθηκαν στη λειτουργία των διεθνών οργανισμών που υφίστανται σήμερα.
Όπως ανέδειξα προηγουμένως σε άλλο σημείο της ομιλίας μου, το έργο του Ιωάννη Καποδίστρια στο πεδίο των πρώτων οριστικών συνόρων του Ελληνικού κράτους, της ανασυγκρότησης της δημόσιας διοίκησης, της εκπαίδευσης, του στρατού, των δημόσιων οικονομικών και της δημόσιας τάξης είναι διαχρονικό και τα αποτελέσματα του βρίσκουν αναφορές και στο σήμερα.
Ωστόσο, η κληρονομιά που αφήνει πίσω του ο Ιωάννης Καποδίστριας θα πρέπει να αποθαρρύνει τους σύγχρονους πολιτικούς άνδρες και να τους δημιουργεί τον φόβο ότι δεν θα μπορέσουν να πετύχουν έργο με αντίστοιχο αντίκτυπο ή αντιθέτως να εμπνευστούν από αυτό και να παλέψουν με όλες τους τις δυνάμεις για να αναγεννήσουν την Ελλάδα και να συνεγείρουν τους πολίτες της; Σας ρωτώ. Εγώ πάντως τάσσομαι αναφανδόν υπέρ της δεύτερης επιλογής. Γιατί ο φόβος δεν συνιστά στρατηγική από μόνος του, αλλά αποτελεί πρόκριμα μιας καλής στρατηγικής.
Η Ελλάδα και σήμερα αντιμετωπίζει σημαντικές προκλήσεις και καλείται να λάβει αποφάσεις και να εκπονήσει πολιτικές, οι οποίες θα δώσουν την απαραίτητη ώθηση για ένα ελπιδοφόρο άλμα προς τα εμπρός. Για την παρουσίαση ενός νέου οράματος που θα συναγείρει, θα ενθουσιάσει τους Έλληνες και θα τους καταστήσει κοινωνούς των ωφελημάτων της σύγχρονης, παγκοσμιοποιημένης εποχής στην οποία ζούμε.
Οι άνθρωποι ως υλικές οντότητες, έρχονται και παρέρχονται. Ως σύμβολα, όμως, ζουν παντοτινά και ιδιαίτερα με την παρακαταθήκη που μας κληροδοτούν, μας υπενθυμίζουν ποιοι είμαστε και πως πρέπει να ενεργήσουμε για να ανταπεξέλθουμε στις κακουχίες των καιρών μας.
Συνεπώς, αν πράγματι επιθυμούμε να λεγόμαστε άξιοι κληρονόμοι της περιουσίας που μας καταλείπει ο Ιωάννης Καποδίστριας, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να υιοθετήσουμε ολοψύχως την κάτωθι απάντηση που έδωσε στον Εϋνάρδο, λίγες μέρες πριν από την αποφράδα ημέρα της δολοφονίας του.
‘’Ας λέγωσι και ας γράφωσι ό,τι θέλουσιν. Έρχεται όμως καιρός ότε οι άνθρωποι ουχί καθ’ όσα είπαν ή έγραψαν περί των πράξεων αυτών, αλλά κατ’ αυτήν την μαρτυρίαν των πράξεων. Υπό του αξιώματος τούτου ενισχυόμενος, έζησα εν τω κόσμω μέχρι της αποκλίσεως της ζωής μου καταθυμίως. Αδύνατον να αλλάξω σήμερον, αλλά θέλω πράξει το δέον και ας γίνη ό,τι γίνη’’.
Σας ευχαριστώ θερμά για την προσοχή σας.