Τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και περισσότερο γνωστή η έκταση του προβλήματος της ρύπανσης της θάλασσας από τα πλαστικά μιας χρήσης. Σημαντικές πρωτοβουλίες μελέτης και επικοινωνίας του θέματος, αλλά και νομοθετικές ρυθμίσεις (χρέωση πλαστικής σακούλας), είναι τα βασικά βήματα μέσω των οποίων η χώρα μας προσπαθεί -κατόπιν εορτής ως συνήθως- να προλάβει την πραγματικότητα και τις ζοφερές προβλέψεις για το μέλλον. Ωστόσο στον τομέα της δράσης, δηλαδή της αποκατάστασης και του καθαρισμού των χώρων που επιβαρύνονται, δυστυχώς δεν έχουν γίνει καθόλου βήματα.
Στην πράξη, κανένας φορέας ή αρχή στην χώρα μας δεν ασχολείται με τους καθαρισμούς των ακτών και βυθών από τα αμέτρητα πλαστικά και λοιπά απορρίμματα που όλοι αναγνωρίζουν ότι καταλήγουν εκεί. Και δεν αναφέρομαι φυσικά στις πολυσύχναστες ακτές και τις προσβάσιμες παραλίες, οι οποίες αποτελούν ένα ελάχιστο ποσοστό της ακτογραμμής της χώρας (και οι οποίες καθαρίζονται), αλλά αναφέρομαι στις δυσπρόσιτες ακτές και ειδικά σε εκείνες στις οποίες εδώ και αρκετά χρόνια τα επιστημονικά μοντέλα έχουν αποδείξει ότι καταλήγουν μέσω των θαλάσσιων ρευμάτων τα μεταφερόμενα πλαστικά από τις μεγάλες πόλεις. Μιλάω για δεκάδες παραλίες και παράκτιους βυθούς σε δεκάδες νησιά και ηπειρωτικές ακτές των ελληνικών θαλασσών, που κατά κανόνα έχουν βόρειο προσανατολισμό και λειτουργούν σαν «χωνιά» στα οποία συσσωρεύονται αδιανόητες ποσότητες πλαστικών και λοιπών απορριμμάτων. Μιλάω για μικρές χωματερές, τις οποίες δεν θα τις δει ποτέ ο μέσος τουρίστας ή ακόμα και ο μέσος κάτοικος (όπως δεν θα πάει ποτέ π.χ. στην χωματερή της Φυλής), ούτε όμως και η Ε.Ε. ώστε να μάς βάλει πρόστιμο, για τις οποίες δεν έχω ακούσει να μιλάει κανείς και οι οποίες είναι πάρα πολύ βολικό να προσποιούμαστε ότι δεν υπάρχουν.
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, οι Δήμοι έχουν την αρμοδιότητα καθαριότητας όλων των κοινόχρηστων χώρων της εδαφικής τους περιφέρειας, με την προϋπόθεση ότι κάθε σχετική δαπάνη που διενεργούν ανταποδίδει τα τέλη καθαριότητας που καταβάλουν οι δημότες τους (αρχή ανταποδοτικότητας). Επιπλέον, όπως είναι γνωστό, ισχύει η γενική αρχή «ο ρυπαίνων πληρώνει», σύμφωνα με την οποία ο μεν ρυπαντής είναι υποχρεωμένος να πληρώσει για τις επιπτώσεις που προκαλεί, κάθε τρίτος, δε, απαγορεύεται να επιβαρύνεται με κόστη αντιμετώπισης επιπτώσεων που δεν προκαλεί ο ίδιος.
Άλλωστε, ακόμα και αν νομικά οι Δήμοι νομιμοποιούνταν να κάνουν τέτοιες δράσεις, αυτό θα ήταν πρακτικά (δηλαδή οικονομικά) αδύνατο, αφού το κόστος των αναγκαίων δράσεων καθαρισμού των ακτογραμμών και παραθαλάσσιων βυθών είναι υπέρογκο, απαιτεί πολυπληθές εξειδικευμένο προσωπικό, συνδυασμό διαφορετικών πλωτών μέσων για μεταφορά και αποβίβαση προσωπικού σε περιοχές χωρίς οδική πρόσβαση, υποβρύχιες συσκευές κ.α., καθώς και περιοδικότητα επανάληψης τουλάχιστον δύο φορές το χρόνο. Οι Δήμοι, λοιπόν, έχουν απόλυτη νομική και οικονομική αδυναμία να διενεργούν τέτοιες δράσεις. Δεν τις διενεργεί όμως ούτε η Περιφέρεια, ούτε το Υπουργείο Περιβάλλοντος, ούτε το Λιμεναρχείο, ούτε κανείς άλλος. Απλούστατα δεν γίνονται καθόλου.
Οι συχνές εθελοντικές δράσεις που διενεργούνται σε πολυσύχναστες παραλίες κοντά σε κατοικημένες περιοχές είναι βέβαια κάτι τελείως διαφορετικό, γιατί η κλίμακα του προβλήματος είναι μη-συγκρίσιμη. Οι αξιέπαινες αυτές εθελοντικές πρωτοβουλίες, ακόμα και όταν διενεργηθούν σε πιο απόμακρες περιοχές, έχουν κυρίως συμβολικό και επικοινωνιακό αποτέλεσμα και, σε ό,τι αφορά την πραγματική τους επίδραση θυμίζουν σταγόνα στον ωκεανό.
Δεν δυσκολεύομαι να πω ότι το ίδιο ισχύει και για τις πρωτοποριακές δράσεις που διενεργεί ο Δήμος Πόρου σε δικές του βόρειες μη-προσβάσιμες ακτές (καμία σχέση με τις επισκέψιμες πεντακάθαρες παραλίες μας), από τις οποίες δύο φορές το χρόνο από το 2014 και μετά μαζεύουμε όσα περισσότερα σκουπίδια μπορούμε από εκείνα που μάς «στέλνει» η Αθήνα. Ο Δήμος Πόρου είναι ένας Δήμος «ακτιβιστής» στον τομέα αυτό, ο οποίος κινούμενος στα όρια μεταξύ νομιμότητας και πολιτικού παραλογισμού (όταν καθαρίζεις σημεία που δεν βλέπει κανείς δεν κερδίζεις ψήφους) έχει αναπτύξει επαναλαμβανόμενες δράσεις καθαρισμών δυσπρόσιτων βυθών και ακτών, στις οποίες μετέχουν τα ίδια τα αιρετά μέλη της δημοτικής αρχής, οι υπάλληλοι του Δήμου, υπάλληλοι της εργολαβίας καθαριότητας, μαθητές σχολείων και εθελοντικές ομάδες από τον Πόρο και την Αθήνα. Παρ’ όλα αυτά, μετά από κάθε δράση μάς κυριεύει η απογοήτευση για το μέγεθος του προβλήματος, το οποίο είναι μη – διαχειρήσιμο.
Τι πρέπει να γίνει; Να προσδιορισθεί ακριβώς από τη νομοθεσία ποιος θα αναλάβει την αρμοδιότητα καθαρισμού των παράκτιων χώρων (όπως π.χ. καθορίστηκε μόλις το 2018 ότι τα ρέματα καθαρίζονται από τις Περιφέρειες) και εφόσον την αναλάβουν οι παράκτιοι Δήμοι, αυτό να συνοδεύεται από αντίστοιχα σοβαρά κονδύλια σε ετήσια βάση, τα οποία θα κατανέμονται ανά Δήμο με βάση την γεωγραφική του θέση σε σχέση με τις μεγάλες πόλεις και την κατεύθυνση των θαλάσσιων ρεμάτων.
Η δεύτερη μεγάλη περιβαλλοντική (και αναπτυξιακή) απειλή για τις ίδιες ακτές του Σαρωνικού, του Ευβοϊκού, του Ιονίου και γενικότερα του ελληνικού παράκτιου χώρου είναι η ιχθυοκαλλιεργητική δραστηριότητα, η οποία αποτελεί ένα άλλο τεράστιο κεφάλαιο.
* Ο Γιάννης Δημητριάδης είναι Δήμαρχος Πόρου και εκ των πρωτοστατών σε πανελλήνιες δράσεις που αφορούν την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος