Ήταν 23 Αυγούστου στο Πασαλιμάνι, όταν 11 εργάτες έχαναν τη ζωή τους από την επίθεση αστυνομικών και στρατιωτικών δυνάμεων, στα πλαίσια του μεγάλου απεργιακού κύματος εκείνης της περιόδου. Ένα λιτό μνημείο στο Πασαλιμάνι, που μπροστά του γιορτάζονται οι Πρωτομαγιές στον Πειραιά, θυμίζει εκείνο το ματωμένο Αύγουστο.

Τί προηγήθηκε

H κακή οικονομική κατάσταση της χώρας μετά από πολυετείς πολεμικές περιπέτειες και το μεγάλο προσφυγικό ρεύμα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, έχουν οδηγήσει στο να είναι πολύ πιεστική η ανάγκη εξασφάλισης εργασίας, οδηγούν από τη μία πλευρά την εργοδοσία να πιέζει για μείωση έως και 50% του μεροκάματου και από την άλλη σωματεία εργαζομένων για να «προλάβουν» το κακό, να προτείνουν τα ίδια μειώσεις μισθών της τάξης του 25% – 30%. Ιδεολογική σημαία των εργοδοτών ήταν η αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Η κυβέρνηση απορρίπτει τα αιτήματα που εξέφρασαν την Πρωτομαγιά οι εργαζόμενοι και ήταν: Αύξηση με βάση τη μεταλλική δραχμή. Εφαρμογή του 8ωρου. Δημιουργία Γραφείων Ευρέσεως Εργασίας. Υπό προϋποθέσεις το κράτος να μειώσει τις τιμές των ειδών μονοπωλίου και του ψωμιού, μπορεί να γίνει δεκτή μείωση στο μεροκάματο, σύμφωνα με σύσκεψη της ΓΣΕΕ και του Εργατικού Κέντρου Πειραιά.

Υπάρχουν όμως και σωματεία που δεν αποδέχονται τις μειώσεις, αντίθετα ζητούν αυξήσεις, με αποτέλεσμα να ξεκινήσουν απεργίες. Η αρχή γίνεται στο Λαύριο τον Ιούλιο του 1923. Από αυτές η πιο πρωτότυπη ήταν των ραπτών που αποφάσισαν να ράβουν μόνο σακάκια και γιλέκα, όχι παντελόνια.

Ο υπουργός εθνικής οικονομίας Ανδρέας Χατζηκυριάκος (τσιμεντοβιομήχανος και μετέπειτα υπουργός και της δικτατορικής κυβέρνησης Μεταξά) δηλώνει ότι «το κεφάλαιον είναι αναμφισβήτητον ότι διέρχεται κρίσιν και ότι πρέπει να ενισχυθεί, οι εργάται ή θα σπάσουν τα μούτρα των ή θα παραιτηθώ». Η ΓΣΕΕ ζητάει την απομάκρυνση του Χατζηκυριάκου.

Παράλληλα στις 24 Ιουλίου με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, τελειώνει η υπόθεση της Μικράς Ασίας και κατά συνέπεια θα απολυθούν από το στρατό, προστιθέμενοι στους ανέργους που αναζητούν εργασία χιλιάδες οπλίτες.

Στην πιάτσα γίνεται κερδοσκοπία με το χρυσό και απεργοί πραγματοποιούν επιθέσεις σε σαράφηδες στην Αθήνα.

Όλα αυτά σε ένα κλίμα μαζικών απολύσεων (είχε ανασταλεί η ισχύς του νόμου 2112 που απαγόρευε τις μαζικές απολύσεις), οπότε στην ατζέντα μπαίνουν και αιτήματα επιστροφής απολυμένων. Ο νόμος δεν μπόρεσε να μακροημερεύσει. Αρκετοί κλάδοι εργαζομένων βρίσκονται σε καθεστώς επιστράτευσης.

Στις 21 Αυγούστου δυνάμεις του Πολεμικού Ναυτικού συλλαμβάνουν 200 απεργούς ναυτοθερμαστές και τους πάνε να δουλέψουν δια της βίας, ενώ η κυβέρνηση αποφασίζει τη διάλυση των εργατικών σωματείων.

Η απάντηση της ΓΣΕΕ και άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι η κλιμάκωση των απεργιακών κινητοποιήσεων σε όλη τη χώρα.

Στο κυβερνητικό στρατόπεδο (κυβέρνηση Στυλιανού Γονατά) δηλώνουν ότι δε συζητούν με απεργούς, κινδυνολογούν ότι δεν πρόκειται για απεργία, αλλά για κομμουνιστική εξέγερση, ενώ στρατός και αστυνομία κυνηγούν απεργούς στον Πειραιά. Τανκς, αντλίες νερού της πυροσβεστικής μπαίνουν στη μάχη εναντίον των εργαζομένων.

Στις 22 Αυγούστου τρεις απεργοί σκοτώνονται από τις σφαίρες των δυνάμεων ασφαλείας και την επόμενη ημέρα στο Πασαλιμάνι γίνεται μεγάλη απεργιακή συγκέντρωση, που χτυπιέται στο ψαχνό από στρατό και αστυνομία. Ο απολογισμός της 23ης Αυγούστου ήταν 11 νεκροί εργάτες, 100 τραυματίες και 500 συλληφθέντες.

Από την επόμενη ημέρα η κυβέρνηση κλιμακώνει τις επιθέσεις – διώξεις, χρεώνοντας τα επεισόδια στο ΚΚΕ που είχε αρκετούς συνδικαλιστές στη δύναμή του. Φυλακές, κρατητήρια αστυνομικών τμημάτων και νοσοκομεία «υποδέχονται» μεγάλο αριθμό απεργών, που όπως φάνηκε τα επόμενα χρόνια όχι μόνο δεν πτοήθηκαν, αλλά επιχείρησαν ξανά και ξανά να διεκδικήσουν «ψωμί και τριαντάφυλλα».

 

Φωτο μνημείου: 7ο Γ.Ε.Λ. Πειραιά

Κείμενο: Νάσος Μπράτσος