Η αναφορά στην έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για το πραγματικό ποσοστό ανεργίας προκάλεσε την αντίδραση της ΕΛΣΤΑΤ η οποία σε ανακοίνωση απευθύνει συστάσεις λέγοντας πως τέτοιου είδους αναφορές είναι πιθανό να οδηγήσουν σε δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων.

Ειδικότερα, αναφέρει:

Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει και δημοσιοποιεί το ποσοστό της ανεργίας και τις λοιπές παραμέτρους της αγοράς εργασίας ακολουθώντας τους ορισμούς που προβλέπονται στους σχετικούς ευρωπαϊκούς Κανονισμούς, οι οποίοι βασίζονται στις συστάσεις και στις προδιαγραφές που έχουν καθορισθεί και διατυπωθεί στις αποφάσεις των Διεθνών Συσκέψεων Στατιστικών Εργασίας υπό την αιγίδα της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO). Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η συγκρισιμότητα των εκτιμήσεων της ανεργίας όχι μόνο μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά και μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης.

Σχετικά με την άποψη που διατυπώνει το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ ότι το επίσημο ποσοστό της ανεργίας που ανακοινώνει η ΕΛΣΤΑΤ είναι υποεκτιμημένο επειδή δεν περιλαμβάνει τους εργαζόμενους που υποαπασχολούνται, τους ανθρώπους που αναζητούν εργασία αλλά δεν είναι διαθέσιμοι κατά την περίοδο της έρευνας και αυτούς που είναι διαθέσιμοι αλλά δεν αναζητούν εργασία, διευκρινίζεται ότι όλες οι ανωτέρω περιπτώσεις καταγράφονται από την ΕΛΣΤΑΤ, στο πλαίσιο κατάρτισης σχετικών δεικτών από τη Στατιστική Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Eurostat). Συγκεκριμένα, από το έτος 2013 η Eurostat παράγει 3 νέους δείκτες, συμπληρωματικούς του δείκτη ανεργίας, οι οποίοι καλύπτουν άτομα που έχουν κοινά χαρακτηριστικά με όσους χαρακτηρίζονται άνεργοι σύμφωνα με τον καθιερωμένο ορισμό της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, αλλά δεν ικανοποιούν όλα τα κριτήρια για να χαρακτηριστούν άνεργοι.
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι αναφορές για "πραγματικό" ποσοστό ανεργίας είναι δυνατόν να οδηγήσουν στη δημιουργία εσφαλμένων εντυπώσεων και θα πρέπει να αποφεύγονται.