του Νίκου Σίμου - Εφημερίδα Παραπολιτικά

Η κυβέρνηση, όπως και κάθε κυβέρνηση που έχει το πλεονέκτημα του εκλογικού αιφνιδιασμού, διαρρηγνύει τα ιμάτιά της όταν ακούει για εκλογές το φθινόπωρο. Διαβεβαίωση την οποία, πάντως, τα λοιπά κόμματα, έστω κι αν εύχονται να ισχύει, δεν την λαμβάνουν και πολύ τοις μετρητοίς. Η αλήθεια είναι ότι τόσο τα ρεπορτάζ από διαρροές εγκύρων πηγών όσο και οι εκτιμήσεις των δημοσκοπικών εταιρειών επιτρέπουν την καταγραφή και των δύο εκδοχών ως προς τον χρόνο των εκλογών. Βάση τους αποτελεί το τι συμφέρει και πότε πρώτιστα τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και τι επιπτώσεις στα άλλα κόμματα μπορεί να έχει ο χρόνος των εκλογών.

Κατά μία άποψη, που βασίζεται σε δημοσκοπικές εκτιμήσεις, ο Αλέξης Τσίπρας έχει κάθε λόγο να κάνει αυτό που στο Χρηματιστήριο αποκαλούν stop loss. Δηλαδή να σταματήσει τις απώλειες που ήδη καταγράφουν οι δημοσκοπήσεις για το κυβερνών κόμμα και που, κατά τις ίδιες απόψεις, όσο περνάει ο χρόνος τόσο πιο επιβαρυντικές θα είναι για την κυβέρνηση της «πρώτη φορά Αριστεράς». Ετσι θα μπορέσει να κρατήσει δυνάμεις για το μέλλον, εκτιμώντας, σωστά, ότι η αδυναμία πλέον των αυτοδυναμιών είναι δεδομένη και, αναγκαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ θα διατηρεί πρωταγωνιστικό ρόλο.

Όλες οι δημοσκοπικές εταιρείες συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι πολλές επαγγελματικές τάξεις, λόγω του Ασφαλιστικού αλλά και άλλων επιβαρύνσεων, εγκαταλείπουν το κυβερνών κόμμα. Μάλιστα, φαίνεται ότι το Μαξίμου δεν αμφισβητεί την πραγματικότητα αυτή, η οποία μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις για τον χρόνο των εκλογών. Οπως είναι σε θέση να γνωρίζουν τα «Π», μετά από μία από τις τελευταίες δημοσκοπήσεις (σ.σ. δεν θα αποκαλύψουμε την εταιρεία για λόγους ευνόητους) σημαίνον στέλεχος του Μαξίμου επικοινώνησε με τον επικεφαλής της εταιρείας και του αποκάλυψε ότι τα επιβαρυντικά για την κυβέρνηση στοιχεία τα γνώριζε και το Μαξίμου.

Δύο πρόσθετα στοιχεία που θα συνηγορούσαν υπέρ των εκλογών το φθινόπωρο ή, εν πάση περιπτώσει, περί το τέλος του έτους, ώστε να σταματήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τη φθορά του, είναι και τα εξής:

Πρώτον, δεν υπάρχει το στοιχείο των προηγούμενων εκλογικών αναμετρήσεων, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μεν νομοθετήσει τα μέτρα που υπαγορεύουν τα μνημόνια, πλην όμως δεν τα είχε εφαρμόσει. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα η κοινή γνώμη να είναι πιο χαλαρή έναντι της κυβέρνησης. Αντιθέτως, τώρα η προαναφερθείσα κοινωνική δυσφορία έχει απτές αιτίες.

Δεύτερον, η κοινωνική δυσφορία δεν φαίνεται να μπορεί, επικοινωνιακά τουλάχιστον, να ισοσταθμιστεί με τη διαφημιζόμενη από την κυβέρνηση σύγκρουσή της με τη διαπλοκή και τη διαφθορά γενικώς. Αυτό που ενδιαφέρει πρώτιστα την ελληνική κοινωνία, είναι η δική της οικονομική ανέχεια που συνεχώς αυξάνεται.

Η περίπτωση επίσπευσης των εκλογών -που εν πάση περιπτώσει δεν θα συνιστά αιφνιδιασμό μετά από τόσες συζητήσεις που γίνονται και σενάρια που αναπτύσσονται- έχει να κάνει με τα άλλα κόμματα και κυρίως με τη Νέα Δημοκρατία και την υπό συγκρότηση νέα Κεντροαριστερά περί τον ισχυρό ακόμη σημιτικό άξονα.

Όσον αφορά στον βασικό αντίπαλο του ΣΥΡΙΖΑ που είναι η Νέα Δημοκρατία, στο Μαξίμου πιστεύουν ότι, παρά τα δυσμενή δημοσκοπικά στοιχεία, κυρίαρχο των οποίων είναι η έως και διψήφια διαφορά υπέρ της Ν.Δ. στην πρόθεση ψήφου, εν τούτοις, η πραγματικότητα μπορεί να είναι διαφορετική. Οχι βεβαίως ότι θα κερδίσει τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν αποτυπώνεται η αναγκαία κοινωνική δυναμική υπέρ της Ν.Δ. Οπότε, κατά τις ίδιες εκτιμήσεις του Μαξίμου:

(α) Η Ν.Δ. είτε θα πρέπει να σχηματίσει κυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τις εκλογές και την αδυναμία της να συγκροτήσει με άλλους κοινοβουλευτική πλειοψηφία,

(β) Είτε στην περίπτωση που κατόρθωνε να σχηματίσει κυβέρνηση με τη σύμπραξη άλλων μικροτέρων κομμάτων, εν τούτοις, υπό το βάρος των σημερινών προβλημάτων θα εφθείρετο και αυτή νωρίς. Διότι στο Μαξίμου πιστεύουν ότι θα ήταν υποχρεωμένος ο κ. Μητσοτάκης να εφαρμόσει το μνημόνιο του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς το κράτος έχει συνέχεια και οι δανειστές επιμένουν στην τήρηση των συμφωνηθέντων ανεξαρτήτως του ποιος είναι στην εξουσία στην Ελλάδα. Επομένως η κοινωνική δυσφορία θα άλλαζε αποδέκτη.

Αντιστοίχως, όσον αφορά ειδικότερα τον χώρο της Κεντροαριστεράς, επίσπευση εκλογών συμφέρει τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος διεκδικεί τον συγκεκριμένο χώρο ως ο νέος εκφραστής του. Και τον συμφέρει υπό την έννοια ότι δεν θα έχει προλάβει να ανασυγκροτηθεί με άλλους πρωταγωνιστές του σημιτικού περιβάλλοντος, που ενδεχομένως θα είχαν περισσότερες πιθανότητες μιας σχετικής εκλογικής επιτυχίας σε σχέση με τις προσπάθειες του σημερινού ΠΑΣΟΚ σε συνεργασία με το Ποτάμι. Η χειρότερη για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι η περίπτωση οι σημιτικές πρωτοβουλίες να κατόρθωναν να εντάξουν «απορροφητικά» το ΠΑΣΟΚ της Γεννηματά και το Ποτάμι του Θεοδωράκη.

Οι πρόωρες εκλογές για τους άλλους έχουν άλλες επιπτώσεις.

Η Νέα Δημοκρατία ήταν εκείνη που όλο το προηγούμενο διάστημα επέμενε για άμεσες εκλογές. Η συνέχιση στην προβολή της απαίτησης αυτής έχει περισσότερο επικοινωνιακό χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι θέλει να δείξει την εκλογική και κυβερνητική της ετοιμότητα και λιγότερο επειδή τη συμφέρει μία πρόωρη αναμέτρηση.

Από την άλλη πλευρά, έχουν κατανοήσει στη Ν.Δ. ότι ως κυβέρνηση θα πρέπει να υλοποιήσουν όσα δεν έχει εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ, με ό,τι κι αν αυτό σημαίνει για τη φυσιογνωμία της Ν.Δ. και την ενδεχόμενη ταύτισή της από πλευράς κυβερνητικής πολιτικής με ό,τι έχει εφαρμόσει όλο το προηγούμενο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης δεν είναι τυχαίο σε σχέση με την εκτίμηση αυτή της ενδεχόμενης ταύτισης, το γεγονός ότι σε πρόσφατη δημοσκόπηση -την οποία έχουν στα χέρια τους τα «Π»- ένα από τα αρνητικά στοιχεία της Ν.Δ. ήταν το νωπό κυβερνητικό παρελθόν της.

Οσον αφορά το ΠΑΣΟΚ και στο Ποτάμι, οι πρόωρες εκλογές σαφώς και δεν τα ευνοούν, καθώς και τα δύο κόμματα είναι σε εκλογική ανετοιμότητα, σε συνεχείς αναζητήσεις και το μόνο που εμφανίζουν είναι αποτυχημένες προσπάθειες συνεργασίας. Επιπλέον, στο ΠΑΣΟΚ υπάρχει το ρήγμα μεταξύ της κ. Γεννηματά και του κ. Βενιζέλου, ενώ στο Ποτάμι έχουμε σημαντικές διαρροές, με κυριότερη και πιο πρόσφατη αυτή του Χάρη Θεοχάρη, που έχει ιδρύσει και τη δική του κομματική κίνηση.

Το σενάριο παραμονής στην εξουσία με κάθε κόστος

Η άλλη εκδοχή, είναι να αποφασίσει ο κ. Τσίπρας να παρατείνει την παραμονή του κόμματος στην εξουσία με κάθε κόστος.

Aυτοί που σκέπτονται στην κυβέρνηση την παράταση, όσο παίρνει, της παραμονής στην εξουσία, σωστά παρατηρούν ότι η πολύ μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, αυτή που έχει πληγεί, δεν προκαλεί με τη στάση της αυτό που αποκαλείται «κοινωνική έκρηξη». Διότι τα κόμματα της αντιπολίτευσης -και εννοούμε τα κόμματα του δημοκρατικού τόξου- ούτε εμπεριέχουν στους κόλπους τους δυναμικά στοιχεία, αλλά ούτε και ευνοούν τις «πεζοδρομιακές εκδηλώσεις βιαιότητας» που υποτίθεται ότι μεγιστοποιούν την κοινωνική δυσφορία. «Εδώ άντεξαν και αφομοίωσαν τα capital controls, -λένε οι ίδιοι κύκλοι-, άρα μπορεί η κυβέρνηση παρά τις διαμαρτυρίες της κοινής γνώμης να συνεχίσει να κυβερνά ανενόχλητη μέχρι τις άλλες εκλογές»! Η λογική αυτή βασίζεται σε δύο στοιχεία:

(α) στην προοπτική ότι το 2017 θα υπάρχουν στοιχειώδη δείγματα μικρής αναθέρμανσης της οικονομίας. Ενώ και ένας ανασχηματισμός που θα έχει προηγηθεί θα δώσει την αίσθηση της ανανέωσης της κυβερνητικής πολιτικής,

(β) στο γεγονός -που εντέχνως διοχετεύεται προς τα έξω- ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έχει την στήριξη των «έξω». Διοχετεύεται δε η πληροφορία αυτή, ώστε κατ’ αντιδιαστολή να γνωρίζει η κοινή γνώμη ότι σε μία δύσκολη για την Ελλάδα περίοδο δεν είναι βέβαιο ότι άλλη κυβέρνηση θα έχει ανάλογη στήριξη εταίρων και συμμάχων!

Η παράταση του χρόνου των εκλογών δίνει τη δυνατότητα στη Νέα Δημοκρατία να οργανωθεί καλύτερα και να συνθέσει καλύτερα τη δική της κυβερνητική πολιτική, στη συγκρότηση της οποίας έχει ήδη εντάξει και τις απόψεις των πολιτών. Μπορεί η τακτική αυτή να έχει έναν σαφώς επικοινωνιακό χαρακτήρα -υπό την έννοια ότι το κόμμα λαμβάνει υπόψιν του την ελληνική κοινωνία- πλην όμως ο χρόνος που θα έχει μπροστά του ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το κόμμα βεβαίως είναι αρκετός για μία σαφώς καλύτερη εκλογική, αλλά και κυβερνητική προετοιμασία. Επιπλέον, στο μεσοδιάστημα μέχρι τις εκλογές:

(α) Η κοινωνική δυσφορία είναι βέβαιο ότι θα αυξάνεται σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ με τα μέτρα που είναι υποχρεωμένη η κυβέρνησή του να εφαρμόζει,

(β) αντιστοίχως, η Ν.Δ. απαλλάσσεται από την υποχρέωση να εφαρμόσει αυτή τα συγκεκριμένα μέτρα, ενώ θα ελπίζει και στην προοπτική ότι η απόδοσή τους, εκτός από πολιτικό κόστος για τον ΣΥΡΙΖΑ, θα δημιουργεί και συνθήκες στοιχειωδών ελαφρύνσεων, τις οποίες θα καρπωθεί η επόμενη κυβέρνηση. Δηλαδή η νεοδημοκρατική.

Τα χαμένα πλεονεκτήματα

Αντίστοιχα πλεονεκτήματα, αλλά από άλλη σκοπιά, εμφανίζει και για τα κόμματα του κεντροαριστερού χώρου η καθυστέρηση στη διενέργεια εκλογών. Πρώτον, η δυνατότητα να προλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς δεν θα ισχύει και, επομένως, η ανασύσταση του συγκεκριμένου χώρου -υπό συγκεκριμένες βεβαίως προϋποθέσεις και κυρίως ως προς τα πρόσωπα που θα αναμιχθούν και θα ηγηθούν- είναι βέβαιο ότι θα αποστερήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ μονοπωλιακά πλεονεκτήματα τα οποία εμφανίζει σήμερα που ο χώρος είναι κατακερματισμένος.

Από την άλλη πλευρά, στην περίπτωση που δεν ευοδωθεί εμφάνιση ενός νέου μεγάλου φορέα στον χώρο της Κεντροαριστεράς, οι εκτιμήσεις λένε ότι περισσότερες πιθανότητες έχει το ΠΑΣΟΚ να προσελκύσει παλαιότερους ψηφοφόρους του που είχαν κατευθυνθεί προς τον ΣΥΡΙΖΑ ή προς το Ποτάμι και τώρα είναι απογοητευμένοι, παρά να εμφανίσει το Ποτάμι ανάκαμψη.

Εκείνα τα κόμματα που φαίνεται να μην τα επηρεάζει ο χρόνος των εκλογών είναι τα μικρά δεξιά και τα αριστερά. Κι αυτό διότι αν εξαιρέσει κανείς τους Ανεξάρτητους Ελληνες που φιλοδοξούν να προσελκύσουν σκληρούς ψηφοφόρους της δεξιάς και καραμανλικούς, έτσι ώστε να κατορθώσουν να μπουν στη Βουλή για μία ακόμη φορά, τα λοιπά κόμματα, σε όποιον χώρο κι αν κινούνται, τα ίδια ποσοστά θα πάρουν, είτε γίνουν το φθινόπωρο εκλογές είτε την επόμενη χρονιά. Ρόλο στο σκηνικό που είναι υποχρεωμένα να κινηθούν παίζει το ιδιότυπο δικομματικό σύστημα που έχει αναδειχθεί, με άλλα βεβαίως χαρακτηριστικά σε σχέση με την περίοδο των αυτοδυναμιών, αλλά και η προβλεπόμενη πόλωση.

Σαφέστατα ο χρόνος των εκλογών δεν φαίνεται να επηρεάζει και το κόμμα της Ενώσεως Κεντρώων. Το οποίο θα είναι αποδέκτης δυσαρεστημένων των δύο μεγάλων κομμάτων, αλλά υπό μία σαφή προϋπόθεση: Οτι οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα αποφασίσουν να κατευθυνθούν προς το ΠΑΣΟΚ ή όσοι θεωρούν ότι κινούνται στο κέντρο δεν θα προτιμήσουν τον κ. Μητσοτάκη και το μεγάλο κόμμα του, αντί του κ. Λεβέντη, που «γλυκοκοιτάει» και προς τον ΣΥΡΙΖΑ.