Ο Διονύσης Χαριτόπουλος, φανατικός Ολυμπιακός και Πειραιώτης, γράφει ξανά για τον τόπο όπου μεγάλωσε: τον Πειραιά. Γράφει με εκείνο τον δικό του γοητευτικό τρόπο για πρόσωπα και περιστατικά που τον σφράγισαν, που μέτρησαν στον τρόπο που βλέπει τον εαυτό του και τους άλλους.

Για ανθρώπους που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα, για μάγκες που έκαναν μανούρες επειδή μια φράση απλώς ακούστηκε κάπως, για μαχαιρώματα μέρα μεσημέρι, για μεσόκοπες και γερασμένες ιερόδουλες, για κόρες που μεγάλωναν σαν μπελάς, σαν ψυχοκόρες μέσα στο πατρικό τους, για καβγάδες σε μπουζουκάδικα, για νταλκάδες και βεντέτες, για αλάνια και μάγκες παλαιάς κοπής που καθάριζαν επί τόπου, για πλημμύρες-φονιάδες που έπνιγαν παράγκες και χαμόσπιτα σε όλες τις βόρειες συνοικίες: Δραπετσώνα, Καμίνια, Κερατσίνι, Κοκκινιά, Αμφιάλη, Πέραμα. Και φυσικά γράφει για το «Καραϊσκάκη». Μικρές ιστορίες που ζωντανεύουν σαν φλας μπακ έναν παλιό Πειραιά, στις δεκαετίες ’50 και ’60, στο βιβλίο του «Πειραιώτες» (εκδ. Τόπος).

Άλλες πικρές, σκληρές, που σου μαγκώνουν την ψυχή, κι άλλες αστείες, με «λιβάνι» (μαύρο) και ασικλίκι. Ιστορίες που τις διαβάζεις απνευστί σαν να ξεφυλλίζεις άλμπουμ με ξεθωριασμένες φωτογραφίες μιας άλλης ζωής. Κι ανάμεσά τους ειδήσεις από τον πειραιώτικο Τύπο. Σε πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος, είπε: Στον Πειραιά που περιγράφω κανείς δεν έβαζε διαμεσολαβητές, ούτε κατέφευγε στην αστυνομία για να βρει το δίκιο του. Το διεκδικούσε ο ίδιος, βασίλευε η αυτοδικία. Εγώ μέχρι που μεγάλωσα δεν ήξερα πώς είναι ο αστυνομικός αφού δεν πατούσε στο γκέτο. Την πρώτη φορά που είδα ένστολο, δεν ήμουν σε θέση να πω αν ήταν πυροσβέστης, ναύτης, τελωνειακός ή αστυνομικός…