Η συνοικία της Αγίας Σοφίας έλαβε το όνομά της από την ομώνυμη εκκλησία, της οποίας η ανέγερση ξεκίνησε περί τα 1895 και ολοκληρώθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα. Το 1898, ο Δήμος Πειραιά ανέλαβε με σχετική απόφαση τα έξοδα οικοδόμησης μιας τρισυπόστατης βασιλικής μετά τρούλου, ναός ο οποίος φέρεται να αφιερώθηκε στην Αγία Σοφία, προς τιμήν του ονόματος της συζύγου του - τότε - Δημάρχου Πειραιώς Τρύφωνος Μουτζόπουλου (ή Μουτσόπουλου).

Εξ'αρχής, η συνοικία υπήρξε σχετικά απομονωμένη από την εν γένει ζωή του κεντρικού Πειραιά κυρίως λόγω των σιδηροδρομικών γραμμών των σιδηροδρόμων Λαρίσης και του Σ.Π.Α.Π., που αποτελούσαν κάτι σαν ένα φυσικό όριο/σύνορο. Κατ'αυτόν τον τρόπο, στη συγκεκριμένη συνοικία επικράτησε μια ιδιότυπη "απομόνωση" η οποία ενισχύθηκε από το γεγονός ότι η πλειοψηφία των κατοίκων που συνέρρευσαν κατέφθαναν από την Μάνη προς αναζήτηση εργασίας στον υπό εποικισμό Πειραιά. Κάτοικοι της Μάνης αλλά και της Λακωνίας, μετά το τέλος της επανάστασης του 1821, είχαν μετακινηθεί προς εξεύρεση εργασίας τόσο προς την περιοχή του Κρανιδίου όσο και προς τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Αρκετοί εγκαταστάθηκαν στην Ύδρα όπου υπήρχαν λατομεία αλλά και στην Αίγινα, η οποία αργότερα έγινε και πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Όμως ο υπερπληθυσμός κυρίως της Μάνης, η φτώχεια και το άγονο του εδάφους ώθησαν πάρα πολλούς Μανιάτες αλλά και αρκετούς Λάκωνες προς τον Πειραιά, ο οποίος βρισκόταν σε φάση συνεχούς ανάπτυξης.

Οι Μανιάτες δεν εγκαταστάθηκαν μονάχα στη σχετικά έρημη τότε περιοχή του Καραβά, στο επονομαζόμενο παλαιό "χωριό του Μελετόπουλου" όπου η γνωστή πειραϊκή οικογένεια Μελετόπουλου κατείχε εκτάσεις με αμπελώνες κορινθιακής σταφίδας, αλλά εξαπλώθηκαν και σε άλλες τοποθεσίες του Πειραιά, όπως λ.χ. στον Άγιο Βασίλειο. Οι Μανιάτες που εγκαταστάθηκαν στην Αγία Σοφία, απασχολούνταν κυρίως με τη λατόμευση και τα καμίνια για ασβέστη που δημιουργήθηκαν πλησίον του λόφου του Βώκου, στους αλευρόμυλους του Κουμάνταρου, του Βουρβούλη, του Γεωργή και του Νικολετόπουλου που προσέφεραν εργασία στους συμπατριώτες τους, αλλά και σε λιμενικές εργασίες, σε βιομηχανίες και βιοτεχνίες οι οποίες "άνθιζαν" στα τέλη του 19ου αιώνα και στις αρχές του 20ου αιώνα στη ζώνη του λιμανιού καθώς και στις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις.


Σύμφωνα με μαρτυρίες, οι κάτοικοι της περιοχής που ονομάστηκε αργότερα ατύπως "Μανιάτικα", απόφευγαν τις πολλές επαφές με τους υπόλοιπους Πειραιώτες, δημιουργώντας μια "ειδική"  και "ιδιότυπη" κοινωνική ζωή, η οποία ακολουθούσε τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα της Μάνης εκτός από τη διατήρηση της μανιάτικης προφοράς στην εκφορά των λέξεων. Οι περισσότεροι Μανιάτες, συγγενείς ανάμεσά τους, ακολουθώντας τεχνικές που παραπέμπουν σε "lobbying", με συνεχή αλληλοβοήθεια και αλληλοϋποστήριξη πέτυχαν από πολύ νωρίς να επηρεάσουν τα πολιτικά κοινά του Πειραιά, επιτυγχάνοντας την εκλογή σε δημόσιες θέσεις πολιτευόμενων/υποψηφίων που προέρχονταν αποκλειστικά από την Μάνη.

Έναν αιώνα και πλέον μετά, το "σκηνικό" αυτό δε φαίνεται να έχει αλλάξει καθόλου και οι σημερινοί Μανιάτες του Πειραιά φαίνεται να έχουν αποτύχει να αποκτήσουν κοινή συλλογική πειραϊκή συνείδηση θεωρώντας εαυτούς πρώτα Μανιάτες και μετά Πειραιώτες, πράγμα το οποίο, όπως και να το δει κανείς, είναι μεν σεβαστό, αλλά δε τιμά επ'ουδενί τον τόπο που τους φιλοξενεί και τους τρέφει εδώ πολλές δεκαετίες, δηλαδή τον Πειραιά.

Πάντως, από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, οι Μανιάτες του Πειραιά είχαν δώσει σχετικά "δείγματα γραφής" επιβολής των δικών τους θέσεων. Ενδεικτικά είναι τα θλιβερά γεγονότα που έλαβαν χώρα μεταξύ Μανιάτων και Κρήτων στον Πειραιά, αρχής γενομένης της 12ης Φεβρουάριου 1906.

Με το πέρασμα των χρόνων, η συνοικία της Αγίας Σοφίας "εξαπλώθηκε" ραγδαία και ιδίως μετά το 1922 "άγγιξε" τα όρια του Κερατσινίου, κυρίως με πληθυσμούς προσφύγων από τη Μικρά Ασία. Την ίδια εποχή, η συνοικία του Αγίου Διονυσίου, στο κεντρικό λιμάνι του Πειραιά, παρέμενε σχετικά έρημη, λόγω της ύπαρξης του παλαιού πρώτου νεκροταφείου του Πειραιά.