Σύμφωνα με τον Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της ΕΕ για το 2017, η Ελλάδα ανήκει στην ομάδα των χωρών με χαμηλές επιδόσεις στο τομέα της ψηφιακής οικονομίας. Συγκεκριμένα, κατατάσσεται στην 26η θέση χωρίς να σημειώνει μεγάλη πρόοδο σε σύγκριση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ.

Ως προς τη χρήση του διαδικτύου: οι Έλληνες είναι ενεργοί χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και επιγραμμικού περιεχομένου, ενώ από το 2016 φαίνεται όλο και περισσότεροι χρήστες να χρησιμοποιούν επιγραμμικές τραπεζικές υπηρεσίες, ανεβάζοντας το ποσοστό από 21% το 2015 σε 28% το 2016. Επιπρόσθετα, κατά 2016 καταγράφηκε ότι το 45% των χρηστών του διαδικτύου πραγματοποίησαν διαδικτυακές αγορές. Πρόκειται για ένα μεγάλο ποσοστό ακόμη κι αν το συγκρίνουμε με το 66% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ για το 2016.

Ως προς την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας: Η Ελλάδα προχωρεί με αργούς ρυθμούς. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά είναι λιγότερο πρόθυμες να υιοθετήσουν νέες τεχνολογίες, όπως το υπολογιστικό νέφος και η RFID. Εξ ου και τα χαμηλά ποσοστά για το υπολογιστικό νέφος, στο 6% για το 2016 (2015: 7%), με Μ.Ο. για τις επιχειρήσεις σε επίπεδο ΕΕ στο 13% και για την στο 2.6% το 2014, με Μ.Ο. για τις επιχειρήσεις σε επίπεδο ΕΕ την ίδια χρονιά να βρίσκεται στο 3.9%. Αυτό είναι ένα σημείο που πρέπει να σταθούμε. Όπως επίσης και στο ότι το ποσοστό των επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν την αποστολή ηλεκτρονικού τιμολογίου είναι 3% για το 2016 (2015: 4%) τη στιγμή που ο Μ.Ο. σε επίπεδο ΕΕ είναι στο 18%. Ενθαρρυντικό είναι, ωστόσο, ότι ο αριθμός των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν ηλεκτρονικούς διαύλους για πωλήσεις εντός της χώρας όχι διασυνοριακές αυξάνεται. Από το 6% του 2015 φτάσαμε το 2016 στο 10%.

Στον κόσμο των ΜμΕ επιχειρήσεων γίνεται πλέον αισθητή η ανάγκη για ψηφιακό μετασχηματισμό. Να καταφέρουν να ενσωματώσουν την ψηφιακή τεχνολογία σε όλους τους τομείς της επιχείρησης, με αποτέλεσμα θεμελιώδεις αλλαγές στον τρόπο λειτουργίας της και τον τρόπο με τον οποίο προσφέρει αξία στους πελάτες. Αυτό βέβαια συνιστά ταυτόχρονα μια θεμελιώδη πολιτισμική αλλαγή, μια αλλαγή νοοτροπίας που απαιτεί από τις επιχειρήσεις να αντιμετωπίζουν συνεχώς το status quo, να πειραματίζονται συχνά και να απολαμβάνουν την αποτυχία. Κάτι που ίσως σημαίνει και την απομάκρυνσή τους από μακροχρόνιες επιχειρησιακές διαδικασίες ή και επιχειρηματικά μοντέλα πάνω στα οποία στηρίχθηκαν για την ανάπτυξή τους.

Αρκετοί, ωστόσο, συγχέουν τη διαδικασία του ψηφιακού μετασχηματισμού με τη διαδικασία ψηφιοποίησης μιας επιχείρησης. Δεν έχουν κατανοήσει ότι είναι μια περίπλοκη διαδικασία που αφορά την αξιοποίηση των ψηφιακών τεχνολογιών σε όλες τις διαδικασίες μιας επιχείρησης, από την παραγωγή ή την εφοδιαστική αλυσίδα και τις αποθήκες έως την οργάνωση του προσωπικού, τις πωλήσεις και το μάρκετινγκ.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός απαιτεί κεφάλαια. Πρώτον, για να αποκτήσουν οι επιχειρήσεις τις κατάλληλες ψηφιακές υποδομές. Δεύτερον, για να αποκτήσουν οι εργαζόμενοι σ’ αυτές τις κατάλληλες ψηφιακές δεξιότητες. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της PWC Ελλάδας, οι επενδύσεις των επιχειρήσεων πρέπει να αυξηθούν κατά 15 δις ευρώ ετησίως μόνο και μόνο για την ανανέωση του υπάρχοντος κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, ώστε να αποφευχθεί η τεχνολογική υστέρηση. Αυτό στην Ελλάδα της κρίσης, του μη σταθερού και μη φιλικού περιβάλλοντος είναι μια μεγάλη πρόκληση.

Η εισήγηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στην πρότασή της για τον νέο προϋπολογισμό της περιόδου 2021 – 2027 να δημιουργηθεί ένα νέο πρόγραμμα ύψους 9.2 δις ευρώ το οποίο θα υποστηρίξει τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής κοινωνίας και οικονομίας είναι μια εξέλιξη από την οποία μπορούν να ωφεληθούν οι ελληνικές επιχειρήσεις.

To θέμα που πρέπει να μας απασχολεί σοβαρά στην Ελλάδα είναι πως θα ακολουθήσουμε την ραγδαία εξέλιξη του Λιανικού Εμπορίου από την G1 στην G4.

Το παράδειγμα της εξέλιξης του λιανικού εμπορίου τα τελευταία 100 χρόνια αποκαλύπτει πως έχει γίνει το πέρασμα από την 1η Γενιά επιχειρηματικότητας στην 3η Γενιά και ποιες προκλήσεις καλούνται οι επιχειρήσεις να αντιμετωπίσουν.

• Στην 1η Γενιά είχαμε τα μικρά καταστήματα, όπου τον έλεγχο είχαν οι μάρκες και οι διανομείς.

• Στη 2η Γενιά τις υπεραγορές, όπου τον έλεγχο τον είχαν οι λιανέμποροι.

• Στην 3η Γενιά στην οικονομία του «διαμοιρασμού»- με τις πιο δημοφιλείς πλατφόρμες αγορών «peer-to-peer», όπως η Alibaba, η Amazon, το ebay- και βεβαίως, ή τους ιστοτόπους διαμοιρασμού πολυμέσων, όπως είναι το Facebook, η Google, το Instagram και το Pinterest που εξοστράκισαν τους διαμεσολαβητές και έδωσαν τον έλεγχο στους καταναλωτές.

• Και τώρα έχουμε περάσει στην 4η Γενιά που βρίσκεται υπό διαμόρφωση και τον έλεγχο έχουν οι πλατφόρμες μέσω της ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης.

Σ’ αυτό το περιβάλλον καλούνται οι σημερινές παραδοσιακές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις να εργαστούν. Με ποια προοπτική όμως και με ποιους στόχους;

Σύμφωνα με την ετήσια έρευνα ηλεκτρονικού εμπορίου του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Εμπορίου και Επιχειρείν του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών το 2017 υπολογίζεται ότι έκαναν αγορές μέσω διαδικτύου 3,5 εκατομμύρια καταναλωτές στην Ελλάδα και ότι λειτουργούν περίπου 7000 επιχειρήσεις με ψηφιακό κανάλι πωλήσεων, από όπου οι Έλληνες καταναλωτές αγοράζουν το 75% των online αγορών τους. Στην ίδια έρευνα, καταγράφηκε η κατά 500 εκατομμύρια έως 1 δις ευρώ αύξηση – σε σχέση με πέρυσι- του τζίρου του ηλεκτρονικού εμπορίου στην Ελλάδα, φτάνοντας τα 4.5 έως 5 δις ευρώ έναντι 4 δις ευρώ το 2016. Σημαντικό, επίσης, στοιχείο που προκύπτει από την έρευνα είναι ότι πλέον οι Έλληνες κάνουν συναλλαγές κυρίως με κάρτες και η πληρωμή με αντικαταβολή περνά για πρώτη φορά στη δεύτερη θέση. Αρκεί όμως ένα ηλεκτρονικό κατάστημα για να αντιμετωπίσουν οι μικρές και μεσαίες παραδοσιακές επιχειρήσεις την ψηφιακή επανάσταση που περιέγραψα παραπάνω;

Η δημιουργία ενός ατομικού ηλεκτρονικού καταστήματος, μιας ψηφιακής βιτρίνας, είναι το λιγότερο που πρέπει γίνει χωρίς να είναι πλέον αρκετό. Κάποιοι μάλιστα θα αποκαλούσαν μια τέτοια ενέργεια παρωχημένη. Σήμερα, η τάση είναι το μοντέλο διπλής εφαρμογής O-2-O (Online to Offline- και αντίστροφα). Πρόκειται για μια επιχειρηματική στρατηγική που στόχο έχει να προσελκύσει πιθανούς πελάτες από διαδικτυακά κανάλια για να κάνουν αγορές σε φυσικά καταστήματα. Αυτή, λοιπόν, η στρατηγική συνιστά ένα πρώτο βήμα προς τον απαραίτητο ψηφιακό μετασχηματισμό και τα βασικά ζητήματα που θα μας απασχολήσουν είναι τα ακόλουθα:

• Η επίδραση του ψηφιακού αποτυπώματος και της συνεργατικής οικονομίας στην αγορά εργασίας και τις επιπτώσεις στην απασχόληση και τις εργασιακές σχέσεις, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει ότι το 85% των νέων θέσεων εργασίας προέρχονται από ΜμΕ και πως η αναβάθμισης της ψηφιακής επιχειρηματικής δραστηριότητας θα μπορούσε να δημιουργήσει άμεσα 1.5 εκατομμύριο θέσεις εργασίας. Πως θα διασφαλίσουμε ότι θα είναι βιώσιμες και ποιοτικές αυτές οι θέσεις;

• Η δίκαιη φορολόγηση της ψηφιακής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Είδαμε τις πρόσφατες προτάσεις της Επιτροπής για τη φορολόγηση της ψηφιακής οικονομίας, για να διασφαλιστεί ότι οι ψηφιακές επιχειρηματικές δραστηριότητες φορολογούνται με δίκαιο και φιλικό προς την ανάπτυξη τρόπο.

• Η ασφάλεια στον κυβερνοχώρο. Πως θα διασφαλιστεί η απόλυτη προστασία δικτύων και πληροφοριών;

• Η προστασία των προσωπικών δεδομένων. Παρακολουθήσαμε πρόσφατα μια από τις μεγαλύτερες παραβιάσεις δεδομένων του κοινωνικού δικτύου στο Facebook με την εταιρεία Cambridge Analytica, θύματα της οποίας υπήρξαν 87 εκατομμύρια χρήστες εκ των οποίων 2.7 εκατομμύρια ήταν Ευρωπαίοι πολίτες. Μας απασχολεί η περίπτωση αυτή ιδιαίτερα ως προς τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν τα δεδομένα αυτά και τους σκοπούς που υπηρέτησαν.

Η οικονομία των δεδομένων «data economy» είναι μια πρόκληση για όλους μας και για να την εφαρμόσουμε πρέπει να τη κατανοήσουμε σωστά και σύντομα.