Οι «ελληνικές διεκδικήσεις για τις γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις δεν έχουν παραγραφεί» υποστηρίζουν δύο Γερμανοί ερευνητές και υπολογίζουν το ύψος της οφειλόμενης στην Ελλάδα αποζημίωσης σε 185 δισ. ευρώ, από τα οποία δεν έχει εξοφληθεί ούτε το 1%!

Στην ιστορική μελέτη τους «Το χρέος των επανορθώσεων. Υποθήκες της γερμανικής κατοχικής κυριαρχίας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη», που παρουσιάζεται από την ηλεκτρονική έκδοση της «Süddeutsche Zeitung» με τίτλο «Αθήνα και Βερολίνο: Ανοιχτός λογαριασμός, ανοιχτές πληγές», ο ιστορικός Καρλ Χάιντς Ροτ και ο πολιτικός επιστήμονας Χάρτμουτ Ρίμπνε διατυπώνουν την άποψη ότι μια συμμαχία ανάμεσα στις ΗΠΑ και τις «δυτικογερμανικές ελίτ εξουσίας» αγνόησε συστηματικά επί δεκαετίες τις ελληνικές διεκδικήσεις.

Οι δύο ερευνητές παίρνουν θέση υπέρ της αναγνώρισης γερμανικής ευθύνης για την καταβολή πολεμικών αποζημιώσεων στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες, καταγράφουν την υπεροψία με την οποία η γερμανική διπλωματία απέρριπτε τις ελληνικές διεκδικήσεις και παραθέτουν γερμανικά έγγραφα που τεκμηριώνουν τις θέσεις τους.
 

Επισημαίνουν, όμως, ότι, εφόσον η ενημέρωσή τους προέρχεται από ιστορικά κείμενα της γερμανικής διπλωματίας, δεν είναι σε θέση να γνωρίζουν το μερίδιο ευθύνης της ελληνικής πλευράς στις ατελέσφορες απόπειρες για αναγνώριση των πολεμικών επανορθώσεων.

Η ελληνική κυβέρνηση -σημειώνουν- ακολούθησε για μεγάλο διάστημα την οδό των διμερών διαπραγματεύσεων (με την τότε ομοσπονδιακή δημοκρατία της Γερμανίας) με μηδενικό αποτέλεσμα, αν εξαιρέσει κανείς μια αποζημίωση 115.000.000 μάρκων το 1960.

Χαρακτηριστικό είναι και το σχόλιο της γερμανικής εφημερίδας ότι, με τη Συνθήκη 2+4 του 1990, ο Χέλμουτ Κολ πέτυχε την ένωση της Γερμανίας χωρίς να καταβάλει το τίμημα που προέβλεπε η ρύθμιση των επανορθώσεων.

Και παραθέτει σχετικό σχόλιο του Ροτ: «Ενώ, πριν από τη Συνθήκη 2+4, η Γερμανία υποστήριζε διαρκώς ότι οι διεκδικήσεις των επανορθώσεων είναι πρώιμες, μετά την υπογραφή της ήταν πλέον πολύ αργά».

Παρόλο που το δημοσίευμα διατυπώνει ορισμένες ενστάσεις για τα συμπεράσματα των δύο ερευνητών, σημειώνεται ότι οι προτάσεις τους πρέπει «δικαίως» να θεωρηθούν αφορμή για συζήτηση.